Τι είναι η ψυχανάλυση; Γιατί να κάνω ψυχανάλυση;

psychanalisi

Η ψυχανάλυση είναι μία θεραπευτική μέθοδος που εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση διαφόρων ψυχικών προβλημάτων. Αλλά είναι μία μέθοδος αρκετά διαφορετική από τις συνήθεις ιατρικές μεθόδους. Δεν είναι μία μέθοδος εύκολη και γρήγορη· αντιθέτως, είναι μία μέθοδος που απαιτεί χρόνο, συνέπεια και θέληση από την πλευρά του ασθενή και, κυρίως, μία μέθοδος, που τα αποτελέσματά της εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τον ίδιο.

Δες ακόμα: Εμφυτεύματα με υαλουρονικό οξύ: Νεανικότητα και λάμψη σε λίγο μόλις χρόνο

Η ψυχανάλυση είναι μία θεραπευτική μέθοδος που μπορεί να πετύχει πράγματα, τα οποία δεν μπορούν να πετύχουν άλλες μέθοδοι, ψυχοθεραπευτικές ή φαρμακολογικές. Μπορεί ασφαλώς να μας απαλλάξει από συμπτώματα που μας ταλαιπωρούν, για παράδειγμα άγχος, πονοκεφάλους, αϋπνίες, εφιάλτες, μουδιάσματα και ταχυκαρδίες, έμμονες ιδέες και πανικούς· αυτά τα συμπτώματα, φυσικά, μπορεί να περάσουν και όταν ο γιατρός μάς χορηγήσει ένα ψυχοτρόπο φάρμακο.

Όμως η ψυχανάλυση είναι κάτι περισσότερο από μια απλή ανακούφιση από τα συμπτώματά μας. Πολλά από τα ψυχικά συμπτώματα έχουν σχέση με τις εμπειρίες μας, τα τραύματά μας, τις αναμνήσεις μας, με πράγματα που νομίζουμε ότι τα έχουμε ξεχάσει, αλλά παραμένουν καταχωνιασμένα κάπου στο μυαλό μας· γι’ αυτό, η ψυχανάλυση θεραπεύει βοηθώντας μας να αρχίσουμε μία διαδικασία αναψηλάφησης όλων των παραπάνω, και να ανακαλύψουμε μια δική μας, προσωπική, αλήθεια, η οποία μπορεί και να μας θεραπεύσει.

Κατά κανόνα οι άνθρωποι αρχίζουν ψυχανάλυση προκειμένου να απαλλαγούν από ένα σύμπτωμα που τους ταλαιπωρεί. Πολύ συχνά όμως, επιλέγουν να συνεχίσουν την ψυχανάλυση ακόμα και αφού το σύμπτωμά τους έχει υποχωρήσει. Ένα ψυχικό σύμπτωμα είναι πάντοτε η κορυφή ενός παγόβουνου που μας δυσκολεύει στη ζωή μας· πάρα πολλοί άνθρωποι κρίνουν λοιπόν πως έχουν πολλά να κερδίσουν σε όλους τους τομείς της ζωής τους συνεχίζοντας την ψυχανάλυση, μερικές φορές και για πολύ καιρό ή και για χρόνια αφ’ ότου έχουν απαλλαγεί από τα αρχικά τους συμπτώματα.

Η ψυχανάλυση είναι μία διαδικασία κατά την οποία δύο άνθρωποι, ο γιατρός και ο ασθενής, ανταλλάσσουν λόγια. Ο ασθενής μιλάει, και αναφέρεται σε πράγματα που τον απασχολούν, σε γεγονότα πρόσφατα ή παλιά, σε αναμνήσεις, σε επιθυμίες, σε στεναχώριες, σε προβλήματα. Ο γιατρός ακούει με προσοχή, προσπαθεί να κατευθύνει τις σκέψεις του ασθενή, του επισημαίνει κάποια σημεία, του προσφέρει εξηγήσεις για κάποια από αυτά.

Μπορεί αυτή η διαδικασία να θεραπεύσει έναν άνθρωπο; Η απάντηση είναι ναι, και είναι λάθος να  υποτιμούμε την δύναμη που έχουν τα λόγια. Αρκεί να θυμηθούμε ότι τα λόγια έχουν τεράστια δύναμη σε κάθε πτυχή της ζωής μας, στη δουλειά μας, στο σχολείο όταν ακούμε τον δάσκαλο, στην εκκλησία, στην πολιτική, στο σπίτι όταν μιλάμε με τους γονείς μας, στα παραμύθια, στην ποίηση, στον έρωτα . . .

Όμως, στην ψυχανάλυση τα λόγια λειτουργούν με έναν εντελώς ιδιαίτερο τρόπο. Η ιδιωτική συνομιλία μεταξύ γιατρού και ασθενή δεν μπορεί να έχει ακροατές. Ο ασθενής εκμυστηρεύεται τις σκέψεις του, ακόμα και τα όνειρά του, σε ένα πρόσωπο προς το οποίο αναπτύσσει έναν ιδιαίτερο τύπο εμπιστοσύνης. Στην αρχή, ο ασθενής νομίζει ότι οι σκέψεις του είναι ένα χάος, στο οποίο δυσκολεύεται να βάλει τάξη. Όμως, ανάμεσα στις σκέψεις μας κάποιες ξεχωρίζουν από τις άλλες, έχουν μεγαλύτερη σημασία, και ο ψυχαναλυτής βρίσκεται εκεί για να επισημάνει αυτές ακριβώς τις σκέψεις.

Ένα παράδειγμα είναι οι παραδρομές του λόγου, τα ολισθήματα της γλώσσας. Ο λαός ξέρει πολύ καλά ότι «γλώσσα που σφάλλει, λέγει την αλήθεια». Η ψυχανάλυση είναι ακριβώς αναζήτηση μίας αλήθειας. Μικρά ολισθήματα της γλώσσας μας, αλλά και των πράξεών μας: συνήθως, όταν λέμε κάτι κατά λάθος, ή όταν κάνουμε κάτι κατά λάθος, δεν είναι από τύχη, αλλά υπάρχει ένα άγνωστο ψυχικό αίτιο που μας σπρώχνει σε αυτά τα μικρά λάθη. Μέσα από αυτά τα μικρά λάθη προσπαθεί να ακουστεί κάτι που παραμένει κρυμμένο μέσα μας, για παράδειγμα, μια κρυφή μας επιθυμία.

Αυτό το ψυχικό αίτιο η ψυχανάλυση προσπαθεί να το ανακαλύψει, να το φέρει στην επιφάνεια, επισημαίνοντας αυτά τα μικρά ολισθήματα, και καθοδηγώντας μας να τα συνδέσουμε σιγά σιγά με κάποιες από τις σκέψεις μας, κάποιες από τις αναμνήσεις μας, ώστε σιγά σιγά να αρχίσουμε οι ίδιοι να καταλαβαίνουμε κάτι σημαντικό για τον εαυτό μας, την προσωπική μας αλήθεια.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι τα όνειρα. Και πάλι, ο λαός έχει αντιληφθεί ότι τα όνειρα που βλέπουμε έχουν κάποια σχέση με τις επιθυμίες μας. Γι’ αυτό, λέμε, για παράδειγμα, αναφερόμενοι σε κάποιο πράγμα, ότι «αυτό δεν το σκέφτηκα ούτε στα πιο τρελά μου όνειρα». Όμως, ποιες είναι οι επιθυμίες που κρύβονται πίσω από τα όνειρά μας; Αυτές κατά κανόνα έχουν σχέση με πρόσφατα περιστατικά που μας έχουν απασχολήσει, αλλά πάντοτε παίζουν σημαντικό ρόλο και επιθυμίες που τις έχουμε από πολύ παλιά, ακόμα και από την παιδική μας ηλικία!

Τα όνειρα έχουν λοιπόν ένα νόημα που έχει σχέση με τη ζωή μας, ένα νόημα που κατά βάθος το ξέρουμε, μόνο που, κατά κανόνα, δεν ξέρουμε ότι το ξέρουμε – είναι κρυμμένο! Η ψυχανάλυση, λοιπόν, μοιάζει με μία μαιευτική μέθοδο, που μας βοηθάει να φέρουμε στην επιφάνεια αλήθειες κρυμμένες μέσα μας, και αυτό έχει αποτέλεσμα θεραπευτικό.

Τέλος, τα ίδια τα ψυχικά συμπτώματα που μας ταλαιπωρούν. Τα ψυχικά συμπτώματα δεν είναι κάτι δίχως νόημα, όπως για παράδειγμα το συνάχι, ο ίκτερος, το υψηλό σάκχαρο, τα πρησμένα πόδια του καρδιοπαθούς· δεν είναι δίχως νόημα, ακόμα και αν παίρνουν τη μορφή σωματικών συμπτωμάτων, όπως κεφαλαλγίες ή ταχυκαρδίες. Τα ψυχικά συμπτώματα, όπως και τα ολισθήματα της γλώσσας ή τα όνειρα που βλέπουμε στον ύπνο μας, έχουν κι αυτά ψυχικό νόημα, δηλαδή έχουν στενή σχέση με τη ζωή μας.

Η ψυχανάλυση προσπαθεί όχι μόνο να θεραπεύσει τα συμπτώματα, αλλά και να τα εξηγήσει· βλέπει το σύμπτωμα σαν ένα αίνιγμα, που ο ασθενής καλείται να λύσει με την βοήθεια του γιατρού, προκειμένου να απαλλαγεί από αυτό και να γίνει καλά. Μόνο που, λύνοντας αυτό το αίνιγμα, ο ασθενής κερδίζει πάντοτε πολύ περισσότερα από μια απλή ανακούφιση από το σύμπτωμα. Κερδίζει κάτι που μπορεί να έχει θετικό αντίκτυπο σε όλες τις πτυχές της ζωής του. Όμως, το αν θα συμβεί αυτό, για να επανέλθω στην πρώτη παράγραφο αυτού του άρθρου, εξαρτάται πρωτίστως από τον ίδιο τον ασθενή: από την συνέπεια, την κατανόηση, την αντοχή του και, σε τελική ανάλυση, από το πόσο σταθερά επιθυμεί όχι μόνο να θεραπευτεί, αλλά κυρίως να μάθει κάτι για τον εαυτό του, για τη ζωή του.

Σε βοήθησε αυτό το άρθρο;

Αυτή η σελίδα δεν παρέχει ιατρικές συμβουλές. Δες περισσότερα.