Σύνδρομο υπακρωμιακής πρόσκρουσης: τι είναι και πώς αντιμετωπίζεται
Tο σύνδρομο υπακρωμιακής προστριβής (ή πρόσκρουσης) αντιπροσωπεύει ένα ευρύ φάσμα κλινικών καταστάσεων, όπου στο ένα άκρο παρατηρείται ήπια τενοντίτιδα και στο άλλο μαζική ρήξη του μυοτενοντίου πετάλου των στροφέων του ώμου.
Σε κάθε ώμο η κεφαλή του βραχιονίου οστού αρθρούται με την ωμοπλάτη. Οι διάφορες κινήσεις της άρθρωσης του ώμου (απαγωγή, έσω ή έξω στροφή) διενεργούνται από τη δράση μίας ομάδας πέντε μυών, οι οποίοι είναι συνεχόμενοι και “καλύπτουν” από πάνω την προαναφερθείσα άρθρωση. Αυτοί οι μύες, με τους τένοντές τους σχηματίζουν το λεγόμενο “μυοτενόντιο πέταλο των στροφέων του ώμου”.
Πάνω, όμως, από το μυοτενόντιο πέταλο υπάρχει μία “αψίδα”, η οποία αποτελείται από το ακρώμιο, την κορακοειδή απόφυση και τον κορακοακρωμιακό σύνδεσμο. Όταν λοιπόν το μυοτενόντιο πέταλο αρχίζει να προσκρούει και να “τρίβεται” στην κάτω επιφάνεια της “αψίδας”, προκαλείται μηχανική φθορά και φλεγμονή του μυοτενοντίου πετάλου, η οποία δεν αποκλείεται μακροπρόθεσμα να οδηγήσει ακόμα και σε ρήξη του μυοτενοντίου πετάλου.
Ποια είναι τα συμπτώματα του συνδρόμου υπακρωμιακής πρόσκρουσης;
Τα πιο συχνά συμπτώματα που εμφανίζει το σύνδρομο υπακρωμιακής πρόσκρουσης είναι:
- Πόνος, ο οποίος μπορεί να παρουσιαστεί είτε αιφνίδια μετά από μία απότομη κίνηση, είτε προοδευτικά και ύπουλα, μετά από καταπόνηση του ώμου με δραστηριότητες πάνω από το κεφάλι.
- Αδυναμία που εστιάζεται στην περιοχή του ώμου
- Περιορισμός της κινητικότητος του ώμου
Πώς γίνεται η διάγνωση του συνδρόμου υπακρωμιακής πρόσκρουσης;
Η ενδελεχής φυσική εξέταση του ασθενούς από έμπειρο ορθοπαιδικό, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αρκεί για να εξαχθεί ακριβής διάγνωση για το σύνδρομο υπακρωμιακής πρόσκρουσης. Υπάρχουν συγκεκριμένες κλινικές δοκιμασίες (Neer test, Empty can test, Drop arm test, Hawkins test, Belly compression test, Lift off test, Speed test κ.ά). Η μαγνητική τομογραφία επιβεβαιώνει τη διάγνωση και αποκαλύπτει πολλές πληροφορίες σχετικά με την εντόπιση της βλάβης, αλλά και την έκταση και την βαρύτητα αυτής (δηλαδή αν πρόκειται για απλή τενοντίτιδα ή αν έχει επέλθει ρήξη του μυοτενοντίου πετάλου).
Ωστόσο, και η απλή ακτινογραφία είναι δυνατόν πολλές φορές να μας βοηθήσει να καταλήξουμε σε οριστική διάγνωση, ιδίως όταν υπάρχουν ευρήματα συμβατά με την πάθηση (όπως οι εστίες επασβέστωσης του μυοτενοντίου πετάλου, η σχετικά υψηλή θέση της βραχιόνιας κεφαλής σε σχέση με την ωμογλήνη κ.ά).
Πώς αντιμετωπίζεται το σύνδρομο υπακρωμιακής πρόσκρουσης
Η θεραπεία για το σύνδρομο υπακρωμιακής πρόσκρουσης εξαρτάται κυρίως από την ένταση των συμπτωμάτων, την έκταση της βλάβης, τη συχνότητα υποτροπών των ενοχλημάτων, την ηλικία του ασθενούς και τις απαιτήσεις που έχει ο κάθε ασθενής από τον πάσχοντα ώμο.
Ο ακρογωνιαίος λίθος της θεραπείας, ιδίως στα αρχόμενα στάδια του συνδρόμου, οπότε και δεν έχουν εγκατασταθεί μόνιμες ανατομικές αλλοιώσεις είναι η συντηρητική αγωγή (αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ανάπαυση μέλους -ανάρτηση, πρόγραμμα φυσιοθεραπείας, αποφυγή δραστηριοτήτων πάνω από το επίπεδο της κεφαλής).
Ωστόσο, όταν τα ενοχλήματα δεν υφίονται με τη συντηρητική αγωγή, όταν επισυμβαίνουν συχνές και σοβαρές υποτροπές ή όταν πλέον έχουν εγκατασταθεί μόνιμες ανατομικές αλλοιώσεις (π.χ. ρήξη του μυοτενοντίου πετάλου), τότε η μόνη ενδεδειγμένη και αποτελεσματική θεραπεία είναι η χειρουργική αποκατάσταση.
Η χειρουργική αποκατάσταση μπορεί να γίνει είτε με πολύ μικρή τομή δέρματος (mini open surgery) είτε αρθροσκοπικά. Και οι δύο τεχνικές είναι αποδεκτές, πολύ αποτελεσματικές και έχουν τις ενδείξεις τους.
Η χειρουργική αποκατάσταση γίνεται πλέον αρθροσκοπικά, με ειδικά και λεπτά εργαλεία με τη δημιουργία δύο ή τριών πολύ μικρών τομών (0,5 cm η κάθε μία) και με την εφαρμογή γενικής αναισθησίας. Η αρθροσκοπική αποκατάσταση απαιτεί λεπτούς χειρισμούς και πρέπει να διενεργείται από Ορθοπαιδικό Χειρουργό με εμπειρία στις εν λόγω τεχνικές. Η επέμβαση διαρκεί συνήθως από 45 λεπτά μέχρι και 2 ώρες, ανάλογα με την έκταση της βλάβης που πρέπει να αποκατασταθεί.
Ο ασθενής σηκώνεται μέσα σε λίγες ώρες και μπορεί να περπατήσει, ενώ το πρόγραμμα φυσιοθεραπείας μπορεί να ξεκινήσει μετά από 20 – 30 μέρες. Πολλοί ασθενείς εξέρχονται του νοσοκομείου και επιστρέφουν την επομένη ημέρα στην εργασία τους, εφόσον βέβαια πρόκειται για δουλειά γραφείου.
Η πλήρης επάνοδος στις αθλητικές δραστηριότητες επιτρέπεται αμέσως μόλις ο ώμος ανακτήσει πλήρες και ανώδυνο εύρος κίνησης, δεν υπάρχει ενδαρθρική συλλογή και το μυοτενόντιο πέταλο ανακτήσει τη φυσιολογική του ισχύ.