Παιχνίδια εξουσίας ανάμεσα σε μικρά παιδιά και γονείς
Κάπου εκεί κοντά στα δύο έτη..ένταση, φωνές, κλάματα, σαματάς, σπρωξίματα, δαγκώματα..γιατί δε μου έβαλες πράσινο καλαμάκι, αλλά ροζ, γιατί πρέπει να βάλω τα ρούχα μου, γιατί πρέπει να μαζέψω από κάτω αυτό που έριξα, γιατί δεν τρώω το φαγητό που μου έφτιαξες…
Πού είναι η ισορροπία ανάμεσα στα πολύτιμα όρια για την αίσθηση ασφάλειας του παιδιού και τον κατακερματισμό της αυτοπεποίθησης και του αισθήματος αυτοδιαχείρισης του παιδιού; Πόσο όλο αυτό αφορά το παιδί και πόσο εμάς ως γονείς; Μήπως κάθε περιστατικό έντασης είναι αφορμή να εκτονώσω και εγώ σα γονιός όλα όσα με πιέζουν, προβάλλοντάς τα σε μια ζημιά του παιδιού; Πόσο μόνο μπορεί να νιώθει το παιδί σε ένα κόσμο μεγάλων; Τι κάνω ως πρόσωπο για να είμαι καλά, πόσο ερωτικά ζω τη ζωή μου ώστε να μπορώ να δίνω σε κάθε συμβάν με το παιδί τη σωστή του διάσταση; Γεμίζω τις μπαταρίες μου, ευχαριστιέμαι όσα άλλα κάνω ή περιμένω υπερεπενδεδυμένα να με ευτυχίσει η συνύπαρξη με το παιδί μου και όταν αυτό δε γίνεται καταρρακώνομαι; Τι σημαίνουν όλα αυτά για επόμενες εξελικτικές φάσεις του παιδιού, έχει καμιά σχέση η εφηβεία με όλα αυτά; Στη δουλειά μου, στο κοινωνικό μου δίκτυο, στην ευρύτερη οικογένεια δέχομαι πίεση, σχέσεις εξουσίας-υποταγής στις οποίες δε μπορώ να αντιδράσω και εκεί που μπορώ (στη σχέση με το παιδί μου) εκδηλώνω την ανάγκη μου για εξουσία; Μήπως το παιδί ακόμη και για κάτι που θεωρητικά δεν το συμφέρει (επίπληξη για ζημιά ή διαφωνία) προσπαθεί με τον τρόπο του να στρέψει το φακό πάνω του, προκειμένου να αποσπάσει τους γονείς από συγκρούσεις/διαφωνίες μεταξύ τους ή ξέρει ότι έστω για χάρη του θα συσπειρωθούν;
Το παιδί κοντά στην ηλικία των 2 έχει αναπτύξει και συνεχίζει να αναπτύσσει το λόγο, γεγονός που του παρέχει ένα δυνατό όπλο στην επικοινωνία με τους άλλους. Ταυτόχρονα, αντιλαμβάνεται ότι δυναμώνει σωματικά, ότι μπορεί να σκαρφαλώσει, να κρατηθεί, να σηκώσει ένα κάθισμα για να φτάσει κάτι άλλο, να ανέβει πάνω από τα κάγκελα της κούνιας, να φτάσει μέχρι τώρα «απαγορευμένα» πράγματα.
Όλα αυτά από τη μια το γεμίζουν με αυτοπεποίθηση κάθε φορά που καταφέρνει κάτι, από την άλλη έρχεται αντιμέτωπο με τους κανόνες και τα όρια που θέτουν οι γονείς είτε για την εύρυθμη λειτουργία του σπιτιού είτε για την ασφάλειά του. Ό, τι παίζεται σε αυτή την εξελικτική φάση θα ξαναπαιχτεί στην εφηβεία.
Ποιανού θα περάσει, ποιος κάνει κουμάντο, απειλές ως προς το αν θα ξαναγυρίσει ο έφηβος ή όχι στο σπίτι αν δε γυρίσει την συμφωνημένη ώρα θυμίζουν την 2χρονη Κ. που επιμένει ότι θέλει να ανέβει στο αυτοκινητάκι που παίρνει κέρματα παρόλο που πρέπει να φύγουν ή δε μπορούν να ξοδέψουν άλλα χρήματα, οι γονείς της λένε «εμείς φεύγουμε», κάνουν να φύγουν αλλά το παιδί δεν έρχεται.
Όσες οικογένειες υπάρχουν τόσοι και οι λόγοι που τα 2χρονα μας εξωθούν στα όριά μας. Μπορώ να εκτρέψω την προσοχή του σε κάτι άλλο, να καταλάβω αν βαριέται και γι’ αυτό αντιδρά έτσι ώστε να ξεκινήσω μια δραστηριότητα μαζί του, να του δώσω μικροεπιλογές προκειμένου να αισθάνεται ότι αποφασίζει για κάποια πράγματα («θες να βάλεις αυτό ή εκείνο;/να φας αυτό ή το άλλο;»), να καταλάβω τη μοναξιά που μπορεί να νιώθει στον κόσμο των μεγάλων και να οργανώνω κάτι με παιδιά παρόμοιας ηλικίας (ειδικά αν δεν έχει ξεκινήσει το σχολείο).
Πίσω από όλα αυτά όμως, έχω να αναρωτιέμαι τι ρόλο επιτελεί αυτό που συμβαίνει, τι θέλει να πει με τη συμπεριφορά του, τι προσπαθεί να πετύχει. Αν ο στόχος επιτευχθεί με άλλο τρόπο (προσοχή, σημασία, επιθυμία για παύση τσακωμών, ανάγκη για παρέα, βαρεμάρα, επιθυμία να νιώσει σημαντικό), τότε η συμπεριφορά δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Κλείνοντας, ίσως το πιο σημαντικό από όλα είναι να δίνουμε στα πράγματα τη σωστή τους διάσταση. Αν αναπτύσσω όλες μου τις ταυτότητες (σύντροφος, επαγγελματίας, φίλος) τότε μια διαφωνία με το παιδί είναι απλά αφορμή για διαπραγμάτευση, αλλαγή και τελικά προχώρημα, όχι άλλη μια επιβεβαίωση του πόσο χάλια τα χω πάει στη ζωή μου. Δε μπορεί από τη γονεϊκή μας ταυτότητα να εξαρτώνται όλα, είμαστε πολλά περισσότερα από αυτό.