Πώς η κούραση συνδέεται με το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης και την Ινομυαλγία

Οι συνήθεις αιτίες για τις οποίες νιώθει κανείς κούραση είναι είτε μετά από μια κοπιαστική μέρα, όταν ασθενεί ή νοσεί από μία λοιμώδη ασθένεια ή ακόμη και σε περιόδους έντονου στρες.
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις καταστάσεις όπου το αίσθημα της κόπωσης είναι αναμενόμενο και κατανοητό, τόσο από τον ίδιο τον ασθενή όσο και από τους ανθρώπους που τον περιβάλλουν. Όλοι περιμένουν ότι όταν τα προβλήματα περάσουν θα υποχωρήσει και η κούραση, διότι αυτό είναι το σύνηθες.
Σε ορισμένες όμως περιπτώσεις, η κούραση παραμένει και μπορεί να διαρκεί μήνες ή χρόνια. Μπορεί, δε, να είναι τόσο έντονη, ώστε μετά από την παραμικρή προσπάθεια να είναι απαραίτητο να μείνει κανείς στο κρεβάτι για ώρες ή και ημέρες. Σε κάποιες από αυτές τις περιπτώσεις η αρχική ίωση ή η περίοδος συναισθηματικής πίεσης αποτελούν τις αιτίες που πυροδοτούν μια χρόνια νόσο, το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης.
Σε κάποιες περιπτώσεις το άτομο νιώθει έναν έντονο, διαρκή και διάχυτο πόνο, αγνώστου αιτιολογίας. Σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για ινομυαλγία, μία χρόνια νόσο που μοιάζει αρκετά με το σύνδρομο χρόνιας κόπωσης, ωστόσο διαφέρει σε σημαντικά σημεία.
Ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν όσοι πάσχουν από Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης ή Ινομυαλγία είναι η μη αποδοχή της ύπαρξης των εν λόγω συνδρόμων ακόμη και από τους ιατρούς. Πολλοί θεωρούν ότι δεν πρόκειται για πραγματικές ασθένειες και τις αποδίδουν σε ψυχολογικά αίτια ή κατάθλιψη. Σε αυτές τις περιπτώσεις ο γιατροί δοκιμάζουν θεραπείες με αντικαταθλιπτικά, χωρίς ωστόσο να έχουν αποτέλεσμα. Έτσι οι πάσχοντες αναγκάζονται να καταφεύγουν σε πολλούς γιατρούς, πολλών διαφορετικών ειδικοτήτων, μέχρις ότου μπει τελικά η υποψία αυτών των συνδρόμων.
Είναι αλήθεια ότι τόσο το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης όσο και η Ινομυαλγία δεν αποτελούν σαφώς καθορισμένες νοσολογικές οντότητες, όπως είναι, για παράδειγμα, η νόσος του Parkinson ή η Πολλαπλή Σκλήρυνση. Δεν είναι ακόμη γνωστό ποιος ακριβώς μηχανισμός του ανθρωπίνου σώματος δυσλειτουργεί σε αυτές τις παθήσεις.
Ωστόσο η διεθνής έρευνα εντείνεται, με αποτέλεσμα όλο και περισσότερες γενετικές, μοριακές και άλλες πληροφορίες να έρχονται στο φως και να συμπληρώνουν τις γνώσεις μας. Η επικρατούσα άποψη είναι ότι και τα δύο αυτά σύνδρομα οφείλονται σε διαταραχή του ανοσοποιητικού συστήματος, η οποία συνδυάζεται με δυσλειτουργία του αυτόνομου νευρικού συστήματος.
Αποτέλεσμα αυτών είναι τα πλειομορφικά τους συμπτώματα:
- υπέρμετρη κόπωση
- διάχυτος πόνος
- διαταραχή του ύπνου
- πτώση της πίεσης
- ταχυκαρδία κατά την παραμονή σε όρθια στάση για μεγάλο χρονικό διάστημα γαστρεντερικά ενοχλήματα
- ζάλη
- θόλωση της συνείδησης
Πώς αντιμετωπίζονται το σύνδρομο της χρόνιας κόπωσης και η ινομυαλγία
Η θεραπευτική αντιμετώπιση του Συνδρόμου Χρονίας Κόπωσης και της Ινομυαλγίας εστιάζει στα κυρίαρχα συμπτώματα, όπως είναι ο πόνος, η πτώση της πίεσης ή η διαταραχή του ύπνου. Εφόσον είναι δυνατό, προσπαθούμε παράλληλα να βελτιώσουμε τους διαταραγμένους φυσιολογικούς μηχανισμούς, όπως για παράδειγμα την απορρύθμιση του ανοσοποιητικού και του νευρικού συστήματος.
Παρόλο που τα φάρμακα που διαθέτουμε επί του παρόντος είναι μετρίως μόνο αποτελεσματικά, σε πολλές περιπτώσεις είναι ικανά να προσφέρουν σημαντική ανακούφιση στους ασθενείς και τους επιτρέπουν να επανέλθουν στις καθημερινές τους δραστηριότητες με προσοχή και υπό την καθοδήγηση του θεράποντος ιατρού. Εξάλλου, όλο και περισσότερες κλινικές δοκιμές νέων φαρμάκων δίνουν θετικά αποτελέσματα και αυξάνουν τα όπλα που περιλαμβάνει η θεραπευτική μας φαρέτρα.
Τέλος, σύγχρονα ερευνητικά προγράμματα εξετάζουν την πιθανότητα επαναστόχευσης υπαρχόντων φαρμάκων στο Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης. Πρόκειται για μια καινοτόμο προσέγγιση που υπόσχεται να επιταχύνει τη διαδικασία ανακάλυψης νέων φαρμάκων. Στα πλαίσια αυτής ο γράφων συνεργάζεται με την Αμερικανική Ομοσπονδία για το Σύνδρομο Χρόνιας Κόπωσης (ChronicFatigueandImmuneDysfunctionSyndromeAssociationofAmerica).
Εν κατακλείδι, ένα σημαντικό βήμα στην αντιμετώπιση του Συνδρόμου Χρόνιας Κόπωσης και της Ινομυαλγίας είναι η σωστή αναγνώριση των συμπτωμάτων τους και ο διαχωρισμός τους από άλλες ασθένειες, με τις οποίες μπορεί να συγχέονται. Ακολουθεί η προσεκτική ρύθμισή τους με την κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή. Αυτή, σε συνδυασμό με έναν ισορροπημένο τρόπο ζωής, μπορεί να προσφέρει σημαντική βοήθεια, έως ότου η ιατρική έρευνα οδηγήσει σε πιο αποτελεσματικές θεραπείες.