Ποια συμπτώματα δείχνουν ότι έχεις δυσανεξία στη λακτόζη

Η λακτόζη αποτελεί έναν δισακχαρίτη, ο οποίος διασπάται στους μονοσακχαρίττες γλυκόζη και γαλακτόζη προς απορρόφηση στην περιοχή του λεπτού εντέρου.

Η διάσπαση της λακτόζης στους ανωτέρω μονοσακχαρίτες γίνεται από το ένζυμο λακτάση, το οποίο βρίσκεται στην εσωτερική επένδυση (βλεννογόνο) του λεπτού εντέρου.

Δες ακόμα: Τροφική αλλεργία και δυσανεξία: σε τι διαφέρουν;

Τι συμβαίνει στα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη;

Άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη εμφανίζουν μειωμένη δραστικότητα του ενζύμου λακτάση – αναφερόμενη και ως ανεπάρκεια λακτάσης – η οποία έχει γενετική βάση. Συγκεκριμένα, τα άτομα με ανεπάρκεια λακτάσης εμφανίζουν μια σταδιακή μείωση της δραστικότητας του ενζύμου στο 10% αυτής κατά τη γέννηση, η οποία γίνεται εμφανής στην ηλικία των 3 ετών και διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ατόμου.

Η αδυναμία διάσπασης της λακτόζης έχει ως αποτέλεσμα την πλημμελή απορρόφηση αυτής, η οποία φθάνοντας από το λεπτό στο παχύ έντερο ζυμώνεται από την εκεί μικροβιακή χλωρίδα και τοιουτοτρόπως προκύπτουν τα σχετικά συμπτώματα: ναυτία και φούσκωμα στο στομάχι στα πρώτα 30’ λεπτά από τη λήψη του γάλακτος ή κοιλιακός πόνος με φούσκωμα και αυξημένη αποβολή αερίων ακόμη και διάρροια 2 έως 6 ώρες αργότερα.


Άτομα με συμπτώματα ευερέθιστου εντέρου θα πρέπει να διερευνώνται για δυσανεξία στη λακτόζη.

Ποιο ποσοστό του πληθυσμού εμφανίζει δυσανεξία;

Περίπου τα 2/3 του πληθυσμού της γης χαρακτηρίζονται από δυσανεξία στη λακτόζη, με υψηλότερα ποσοστά στην Ασία (περί το 100% του ενηλίκου πληθυσμού) και χαμηλότερα στη Β. Ευρώπη. Στις ΗΠΑ το ποσοστό ανεπάρκειας της λακτάσης αγγίζει το 25% του πληθυσμού.

Ποιες τροφές πρέπει να αποφεύγονται;

Η θεραπεία περιλαμβάνει κυρίως περιορισμό ή αποφυγή της λακτόζης από τη δίαιτα. Επίσης, χορήγηση προϊόντων χωρίς λακτόζη που θα παρέχουν τις απαραίτητες ποσότητες ασβεστίου στον οργανισμό ή λήψη υποκατάστατων λακτάσης.

Τα γαλακτοκομικά προϊόντα διαφέρουν όσον αφορά την περιεκτικότητά τους σε λακτόζη. Το φρέσκο γάλα έχει την υψηλότερη περιεκτικότητα σε αντίθεση με τα γάλατα που έχουν υποβληθεί σε ζύμωση.

Στο εμπόριο υπάρχουν γάλατα που είναι 70 – 100% ελεύθερα λακτόζης. Το γιαούρτι, το οποίο περιέχει το ένζυμο β-γαλακτοσιδάση που διασπά τη γαλακτόζη, είναι καλύτερα ανεκτό όπως και το τυρί στο οποίο η λακτόζη μετατρέπεται σταδιακά σε γαλακτικό οξύ και δεν προκαλεί συμπτωματολογία.

Εκτός από τις φανερές υπάρχουν και συγκαλυμμένες πηγές λακτόζης: η καζεΐνη, η λακταλβουμίνη, η σκόνη ή ο ορός γάλακτος, που περιέχονται σε διάφορες συσκευασίες
τροφίμων, δυνητικά περιέχουν σημαντικές ποσότητες λακτόζης. Η λακτόζη αποτελεί συχνό έκδοχο σε διάφορα φάρμακα, αν κι εκεί προκαλεί συμπτώματα μόνο σε άτομα με σοβαρή δυσανεξία στη λακτόζη.

Πώς αντιμετωπίζεται η δυσανεξία στη λακτόζη;

Εναλλακτικές των γαλακτοκομικών πηγές ασβεστίου στον οργανισμό είναι οι ξηροί καρποί (κυρίως καρύδια και αμύγδαλα), τα λαχανικά (πχ σπανάκι ή μπρόκολο) κι ορισμένα
θαλασσινά (πχ σολομός, γαρίδες, σαρδέλες). Υπάρχουν επίσης στο εμπόριο και τα σκευάσματα ασβεστίου.

Τα υποκατάστατα λακτάσης περιέχουν β-γαλακτοσιδάσες από βακτήρια ή μύκητες, οι οποίες υδρολύουν μεν τη λακτόζη αλλά με ατελή τρόπο, κι έτσι η ανταπόκριση του κάθε ασθενούς ποικίλλει. Πρέπει να λαμβάνονται άμεσα πριν τη λήψη της λακτόζης.

Σε βοήθησε αυτό το άρθρο;

Αυτή η σελίδα δεν παρέχει ιατρικές συμβουλές. Δες περισσότερα.