Βιταμίνη D: η βιταμίνη του ήλιου κτίζει γερά οστά

Αν σας έλεγαν ότι υπάρχει ένα «φάρμακο» το οποίο μπορεί να κτίζει γερά οστά, να δυναμώνει το ανοσοποιητικό σας σύστημα και να μειώνει τον κίνδυνο για διαβήτη, καρδιοπάθειες, καρκίνο και Αλτσχάϊμερ και αυτό μάλιστα δωρεάν, θα το πιστεύατε;
Κι όμως, αρκετοί επιστήμονες πιστεύουν ότι το φάρμακο αυτό ήδη υπάρχει και είναι η βιταμίνη D ή αλλιώς η «βιταμίνη του ήλιου».
Τι είναι η Βιταμίνη D;
Η βιταμίνη D είναι μια λιποδιαλυτή βιταμίνη, η οποία σχηματίζεται στον οργανισμό κυρίως μέσω της απορρόφησης της ηλιακής υπεριώδους ακτινοβολίας από το δέρμα, αλλά και από ορισμένες τροφές πλούσιες σε βιταμίνη D.
Οι δύο μορφές (μεταβολίτες) της βιταμίνης D είναι η εργοκαλσιφερόλη (βιταμίνη D2), η οποία περιλαμβάνεται στις τροφές και η χοληκαλσιφερόλη (βιταμίνη D3) η οποία παράγεται στο δέρμα μέσω της έκθεσης του από την υπεριώδη ακτινοβολία του ήλιου.
Στην πραγματικότητα όμως δεν πρόκειται για βιταμίνη αλλά για μία προ-στεροειδήορμόνη, η οποία έχει άμεση δράση στα γονίδια μας. Το τελικό προϊόν του μεταβολισμού της, η Καλσιτριόλη (1,25-dihydroxyvitamin D), είναι μια σεκοστεροειδής ορμόνη που αλληλεπιδρά με περισσότερα από 2,500 γονίδια στο ανθρώπινο σώμα.
Η πιο γνωστή δράση της βιταμίνης D είναι η αύξηση της απορρόφησης του ασβεστίου και του φωσφόρου από το έντερο για τη διαμόρφωση και τη διατήρηση υγιών οστών, καθώς και για την ενίσχυση της νευρομυϊκής λειτουργίας. Ακόμη όμως και εάν υπάρχει μια πλούσια διατροφή σε ασβέστιο, χωρίς ικανοποιητική βιταμίνη D το ασβέστιο δεν μπορεί να απορροφηθεί.
Η ανεπάρκεια της βιταμίνης D λαμβάνει σήμερα διαστάσεις επιδημίας. Παρότι τα περισσότερα τρόφιμα είναι εμπλουτισμένα με βιταμίνη D, οι ειδικοί λένε πως σπανίως μπορεί να προσλάβει κάποιος τις απαιτούμενες ποσότητες μέσω του φαγητού.
Είναι επομένως προφανές ότι η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων βιταμίνης D στον οργανισμό διαδραματίζει βασικό ρόλο στην πρόληψη συγκεκριμένων τύπων καρκίνου, διαβήτη, καρδιαγγειακών παθήσεων, υπέρτασης, πολλαπλής σκλήρυνσης, ρευματοειδούς αρθρίτιδας, λοιμώδη νοσήματα και άλλων προβλημάτων υγείας.
Υπολογίζεται σήμερα ότι 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι έχουν ανεπάρκεια βιταμίνης D με εμφανής επιπτώσεις τόσο στην υγεία τους όσο και στην ποιότητα της ζωής τους.
Πηγές Βιταμίνης D
Ο ανθρώπινος οργανισμός μπορεί να συνθέσει το 90% της βιταμίνης D μέσω της υπεριώδους ακτινοβολίας του ήλιου και μόνο το 10% μέσω των τροφών.
Με εξαίρεση τα λιπαρά ψάρια, το συκώτι και το αβγό, τα υπόλοιπα τρόφιμα περιέχουν ελάχιστη βιταμίνη D. Μερικές τροφές (γάλα, χυμός πορτοκαλιού, δημητριακά) μπορούν να ενισχυθούν με βιταμίνη D, αλλά σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Σε πολλές βιομηχανικές χώρες εμπλουτίζονται με βιταμίνη D κάποια επιλεγμένα τρόφιμα.
Τα επίπεδα της βιταμίνης D μπορούν να αυξηθούν όμως σημαντικά από την έκθεση στο ηλιακό φως. Θεωρητικά, η καθημερινή έκθεση στον ήλιο για μερικά λεπτά είναι σε θέση να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες του οργανισμού στη συγκεκριμένη βιταμίνη.
15-20 λεπτά έκθεσης στο ηλιακό φως από τις 10 πμ μέχρι τις 2 μμ, χωρίς αντηλιακό, 3 φορές την εβδομάδα είναι ικανό χρονικό διάστημα ώστε να παράσχει στον οργανισμό την απαιτούμενη ποσότητα βιταμίνης D. Το διάστημα αυτό ο οργανισμός μπορεί να παράξει 10.000 μέχρι με 20.000 μονάδες (IU) βιταμίνης D.
Ωστόσο, ιδιαίτερα τον χειμώνα, πολλά άτομα δεν προσλαμβάνουν επαρκή ποσότητα βιταμίνης D μέσω της ηλιακής ακτινοβολίας.
Η ικανότητα επίσης, της παραγωγής βιταμίνης D από τον οργανισμό μειώνεται με τα χρόνια, με αποτέλεσμα η έλλειψή της να είναι κοινή στις μεγαλύτερες ηλικίες, χωρίς ωστόσο να είναι σπάνιες και οι περιπτώσεις ανεπάρκειας βιταμίνης D και σε νεαρότερα άτομα.
Επίσης, τα αντηλιακά τα οποία είναι σημαντικά για την προστασία από τον καρκίνο του δέρματος, εξαιτίας της ηλιακής ακτινοβολίας, από την άλλη παρεμποδίζουν σημαντικά τον σχηματισμό της βιταμίνης D.
Άλλοι παράγοντες που επιδρούν αρνητικά στον σχηματισμό βιταμίνης D από το δέρμα είναι, η μελανίνη του δέρματος η οποία δρα σαν φίλτρο κατά της υπεριώδους ακτινοβολίας, η μόλυνση της ατμόσφαιρας και η τρύπα του όζοντος και περιοχές με γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο από 35°.
Ποιοι διατρέχουν κίνδυνο για έλλειψη Βιταμίνης D;
Αυτοί που διατρέχουν κίνδυνο για έλλειψη βιταμίνης D είναι:
- Άτομα με περιορισμένη έκθεση στο φως του ήλιου.
- Υπερβολική χρήση αντηλιακών.
- Άτομα με σκουρόχρωμο δέρμα.
- Η αστικοποίηση και η τάση της εργασίας σε κλειστούς χώρους, καθώς και κάποιες συνήθειες ένδυσης σε ορισμένους λαούς.
- Βρέφη που θηλάζουν και παιδιά που βρίσκονται στην ανάπτυξη.
- Οι έγκυες γυναίκες και αυτές που θηλάζουν.
- Μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, οι οποίες έχουν αυξημένο κίνδυνο οστεοπόρωσης.
- Άτομα μεγαλύτερα των 50 ετών, επειδή η ικανότητα σύνθεσης της βιταμίνης D μειώνεται με την ηλικία.
- Άτομα με παθήσεις δυσαπορρόφησης λίπους όπως κοιλιοκάκη, νόσος του Crohn, κυστική ίνωση και παγκρεατίτιδα.
- Άτομα με ηπατικές και νεφρικές παθήσεις ή ενζυμικές ανεπάρκειες.
- Άτομα που ζουν στο βόρειο ημισφαίριο (γεωγραφικό πλάτος μεγαλύτερο από 35°) ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια του χειμώνα.
- Υποπαραθυρεοειδισμός
- Παχύσαρκα άτομα.
Ποιοι οι κίνδυνοι από την έλλειψη Βιταμίνης D;
Διάφορες επιστημονικές μελέτες έχουν συνδέσει την έλλειψη ή την ανεπάρκεια της βιταμίνης D με τις πιο κάτω παθήσεις:
- Στα παιδιά μπορεί να προκαλέσει Ραχίτιδα, μια πάθηση των οστών που οδηγεί σε κακή ανάπτυξη με αδύνατα οστά, καθυστερημένη ανάπτυξη και ανοσοανεπάρκεια.
- Στους ενήλικες μπορεί να έχει επίσης επιπτώσεις στην καλή υγεία των οστών προκαλώντας Οστεομαλακία και Οστεοπόρωση. Περίπου 6% των ανδρών και περισσότερο από 20% των γυναικών άνω των 50 ετών πάσχουν από οστεοπόρωση, ενώ 1 στους 5 άνδρες και 1 στις 3 γυναίκες θα υποστούν ένα οστεοπορωτικό κάταγμα μετά την ηλικία των 50. Επίσης, το 75% των γυναικών που έχουν οστεοπόρωση δεν το γνωρίζουν.
- Η ανεπάρκεια βιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει νεογέννητα και μικρά παιδιά για το υπόλοιπο της ζωής τους με κίνδυνο ανάπτυξης Ρευματοειδούς αρθρίτιδας, Διαβήτη, Πάρκινσον, Αλτσχάϊμερ, Πολλαπλής Σκλήρυνσης, φλεγμονές του εντέρου, όλα εξαιτίας της κακής λειτουργίας του ανοσοποιητικού συστήματος.
- Άτομα με χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D μπορεί να αναπτύξουν καρκίνο του ορθού και εντέρου, του ενδομητρίου, του μαστού, του δέρματος, του παγκρέατος, του προστάτη ή λέμφωμα.
- Χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν συνδεθεί με παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις όπως υπέρταση, έμφραγμα του μυοκαρδίου, εγκεφαλική συμφόρηση, καρδιακή ανεπάρκεια καθώς και με διαβήτη.
Ποιοι οι κίνδυνοι από υπερβιταμίνωση Βιταμίνης D;
Πολλές φορές (αν και σπανιότερα) παρουσιάζονται περιστατικά τοξικότητας από υπερβολική λήψη βιταμίνης D. Μερικά συμπτώματα της τοξικότητας αυτής είναι τα αυξημένα επίπεδα ασβεστίου στο αίμα που προκαλείται από την αυξημένη εντερική απορρόφηση του ασβεστίου, με απώλεια οστού και σχηματισμό πετρών στα νεφρά.
Η τοξικότητα της βιταμίνης D είναι γνωστό ότι αποτελεί αιτία της υψηλής πίεσης του αίματος.
Τα γαστρεντερικά συμπτώματα της τοξικότητας της βιταμίνης D μπορεί να περιλαμβάνουν ανορεξία, ναυτία και έμετο. Αυτά τα συμπτώματα συχνά ακολουθούνται από πολυουρία, πολυδιψία, αδυναμία, νευρικότητα, κνησμός (φαγούρα), και τελικά νεφρική ανεπάρκεια.
Άλλες μελέτες έδειξαν αυξημένο κίνδυνο ισχαιμικής καρδιοπάθειας εξαιτίας της ασβεστοποίησης των αγγείων.
Επομένως, η χορήγηση βιταμίνης D χωρίς προηγούμενη μέτρηση των επιπέδων της, μπορεί να οδηγήσει σε τοξικότητα με ανεπιθύμητα αποτελέσματα.
Πόση Βιταμίνη D χρειάζεται ο οργανισμός;
Σύμφωνα με διάφορες έρευνες οι ειδικοί προτείνουν τα πιο κάτω επίπεδα ως ενδεικτικά για:
- Έλλειψη: < 10 ng/ml
- Ανεπάρκεια: 10-30 ng/ml
- Επάρκεια: 30-100 ng/ml
- Τοξικότητα: > 100 ng/ml
Η ακριβής εκτίμηση και αξιολόγηση των επιπέδων της βιταμίνης D στηρίζεται στη μέτρηση των επιπέδων της ΟΛΙΚΗΣ βιταμίνης D (25-OH Vitamin D).
Από το έντερο η βιταμίνη D οδεύει προς το ήπαρ, όπου υδροξυλιώνεται και μετατρέπεται σε 25-υδροξυβιταμίνη D (25-OH Vitamin D), που είναι το μόριο το οποίο μετράται και πάνω στο οποίο βασίζεται η σωστή εκτίμηση για τα επίπεδα της επάρκειας ή της ανεπάρκειας της βιταμίνης D στον οργανισμό.
Πολλές φορές γίνεται μέτρηση της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D (1,25-OH Vitamin D). Η εξέταση αυτή δεν αντανακλά το σύνολο της ολικής βιταμίνης D, επειδή είναι ένας πολύ ευμετάβλητος δείκτης και η τιμή της αυξομειώνεται με την πρόσληψη ασβεστίου.
Επιπρόσθετα, όταν η τιμή της ΟΛΙΚΗΣ 25-υδροξυβιταμίνης D είναι χαμηλή, ο οργανισμός μας την αντισταθμίζει αυξάνοντας την ποσότητα της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D. Έτσι, μια αυξημένη τιμή της 1,25-διυδροξυβιταμίνης D μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένη εκτίμηση επάρκειας βιταμίνης D στον οργανισμό, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για ανεπάρκεια.
Αυτή τη στιγμή η εξέταση με τη μεγαλύτερη συχνότητα που ζητείται από τους γιατρούς στις ΗΠΑ είναι η μέτρηση της ΟΛΙΚΗΣ βιταμίνης D στο αίμα.
Συνεπώς, η διατήρηση φυσιολογικών επιπέδων βιταμίνης D στον οργανισμό, μέσω της εξέτασης της ΟΛΙΚΗΣ βιταμίνης D, είναι σημαντική για την προστασία και τη διατήρηση της καλής υγείας και της βελτίωσης της ποιότητας της ζωής, βοηθώντας ταυτόχρονα και στην πρόληψη διαφόρων παθολογικών καταστάσεων.