Σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα

σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα

 

Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα (ΣΚΣ) είναι μία παθολογική κατάσταση, η οποία έγκειται σε πιεστικές διαταραχές του Μέσου Νεύρου του χεριού, κατά την διέλευσή του μέσα από τον καρπιαίο σωλήνα. Ο καρπιαίος σωλήνας αποτελεί μία ανατομική περιοχή στο ύψος του καρπού / της παλάμης, που σχηματίζεται από διάφορα οστά και συνδέσμους και περιέχει κυρίως τένοντες για την κάμψη των δακτύλων, μικρά αγγεία και το μέσο νεύρο, ένα από τα τρία νεύρα που εισέρχονται στο χέρι από τον πήχη.

Αιτία του συνδρόμου είναι η σχετική στένωση του χώρου του καρπιαίου σωλήνα, με αποτέλεσμα την διαταραχή της αγωγιμότητας και την λειτουργική βλάβη του ευαίσθητου μέσου νεύρου, λόγω της αυξημένης πίεσης που ασκείται σε αυτό.

Η στένωση του χώρου του καρπιαίου σωλήνα, εκτός από δομικές ή συγγενείς ανωμαλίες, έχει σαν βασικό αίτιο την διόγκωση και τον χρόνιο ερεθισμό του εγκάρσιου συνδέσμου και των ελύτρων των καμπτήρων τενόντων που διέρχονται από τον καρπιαίο σωλήνα, κάτι που μπορεί να αποδοθεί σε υπερκαταπόνηση λόγω της εργασίας, σε ορμονικές διαταραχές, όπως σακχαρώδης διαβήτης, παθήσεις του θυρεοειδούς και των ωοθηκών, ρευματοειδείς παθήσεις αλλά και σπανιότερα σε λήψη ορισμένων φαρμάκων, ή προηγούμενων τραυματισμών.

Το σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα είναι το συχνότερο από όλα τα σύνδρομα συμπίεσης περιφερικών νευρών (πιεστικές νευροπάθειες). Το σύνδρομο προσβάλει πολύ συχνότερα γυναίκες από ότι άντρες, ενώ εμφανίζεται συνήθως και στα δύο χέρια με ή χωρίς χρονική διαφορά.

Ποιες είναι οι τυπικές ενοχλήσεις που εμφανίζονται ως συμπτώματα;

Τυπικό σύμπτωμα του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα είναι το μούδιασμα (αιμωδία) του χεριού, κυρίως 3-4 δακτύλων (αντίχειρα, δείκτη και μεσαίου δακτύλου). Το μούδιασμα μπορεί να είναι πολύ ενοχλητικό και εμφανίζεται συχνά κατά τις νυκτερινές ή τις πρώτες πρωινές ώρες αλλά και μετά από χρήση του χεριού κατά την διάρκεια της ημέρας. Πολύ συχνά τα μουδιάσματα συνδυάζονται με έντονο πόνο και αδυναμία στην περιοχή των δακτύλων και της παλάμης αλλά αρκετές φορές και ολόκληρου του άνω άκρου.

Οι ενοχλήσεις γίνονται εντονότερες μετά από καταπόνηση του χεριού κατά την διάρκεια χειρωνακτικής εργασίας και συχνά βελτιώνονται, σε αρχικό στάδιο, με αλλαγή θέσης ή ‘τίναγμα’ του χεριού. Σε προχωρημένο στάδιο, μπορεί να παρατηρηθεί απώλεια αίσθησης μέχρι και ατροφία της μυϊκής μάζας του αντίχειρα (του θέναρος) με παράλυση και λειτουργική αδυναμία του άκρου.

Υπάρχουν και άλλες παθήσεις με παρόμοια συμπτώματα όπως αυτά του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα;

Διάφορες παθήσεις μπορούν να προκαλέσουν παρόμοια συμπτώματα με αυτά του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα, όπως για παράδειγμα ο ερεθισμός των αυχενικών νευρικών ριζών εξαιτίας πίεσης του μεσοσπονδύλιου δίσκου (αυχενική ριζοπάθεια λόγω κήλης δίσκου αυχένα), το σύνδρομο του στρογγύλου πρηνιστή, η βλάβη του βραχιόνιου πλέγματος, η περιφερική πολυνευρίτιδα κ.α..

Η διάγνωση του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα πρέπει να επιβεβαιώνεται από ειδικό ιατρό, ώστε να αποκλειστούν τέτοιου είδους καταστάσεις.

Ποιες εξετάσεις είναι απαραίτητες για την διάγνωση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα;

Για την διάγνωση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα είναι καταρχάς απαραίτητη η προσεκτική κλινική εξέταση από ειδικό ιατρό, σε συνδυασμό με την αναλυτική καταγραφή των συμπτωμάτων και του ιστορικού του ασθενούς. Διάφορα απλά κλινικά τεστ μπορούν να βοηθήσουν την διαγνωστική διαδικασία, όπως:

  • Τεστ κάμψης του καρπού, η οποία συχνά είναι μειωμένη και οδηγεί σε αύξηση του πόνου και του μουδιάσματος
  • Τεστ Phalen: η παρατεταμένη έκταση του καρπού οδηγεί σε δυσαισθησίες και πόνο
  • Τεστ Tinel: ελαφρά χτυπήματα πάνω από τον καρπιαίο σωλήνα προκαλούν δυσάρεστη τοπική αίσθηση

Απολύτως απαραίτητη κρίνεται η νευροφυσιολογική εκτίμηση κυρίως με την διενέργεια ενός ηλεκτρομυογραφήματος καταγράφοντας  την κινητική ταχύτητα αγωγής του μέσου νεύρου, αλλά και τις ταχύτητες αγωγής και των άλλων νεύρων. Με τον τρόπο αυτό και σε συνδυασμό με τα κλινικά ευρήματα, μπορεί να επιτευχθεί μια αντικειμενική αξιολόγηση του μεγέθους και της ακριβούς τοποθεσίας της πιθανής νευρικής βλάβης και να αποκλειστούν άλλες παθήσεις. Επιπλέον διαγνωστικές διαδικασίες, όπως ακτινογραφία, υπερηχογράφημα υψηλής ανάλυσης ή μαγνητική τομογραφία, είναι πολύ σπάνια απαραίτητες.

Πότε πρέπει να γίνει θεραπεία του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα;

Δεν απαιτείται πάντοτε θεραπεία για κάθε διαγνωσμένο σύνδρομο καρπιαίου σωλήνα. Αρκετοί ασθενείς έχουν πολύ ελαφριά συμπτώματα και εξαιρετικά σπάνιες ενοχλήσεις.

Σε αρχικό στάδιο, εφαρμόζονται συντηρητικές (μη χειρουργικές) θεραπευτικές μέθοδοι. Εάν τα συμπτώματα γίνουν εντονότερα και έχουν παρατεταμένη διάρκεια, είναι απολύτως απαραίτητη η αποτελεσματική θεραπεία του συνδρόμου μέσω χειρουργικής επέμβασης, προκειμένου να αποφευχθούν μόνιμες βλάβες.

Ποιες συντηρητικές (μη χειρουργικές) μέθοδοι θεραπείας εφαρμόζονται;

Η αποτελεσματικότερη μη χειρουργική μέθοδος αντιμετώπισης του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα φέρεται να είναι η χρήση ειδικού νάρθηκα ακινητοποίησης του καρπού. Ο νάρθηκας χρησιμοποιείται συνήθως κατά τη διάρκεια της νύχτας και μπορεί να αφαιρεθεί κατά την διάρκεια της ημέρας.

Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φανεί χρήσιμη η τοπική έκχυση κορτιζονούχου σκευάσματος στην περιοχή του καρπιαίου σωλήνα από ειδικό ιατρό. Η αγωγή με μη στεροειδή αντιφλεγμονώδη φάρμακα δεν προτείνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η αποτελεσματικότητα διαφόρων εναλλακτικών μεθόδων, όπως Laser, θεραπευτικός υπέρηχος, ηλεκτροθεραπεία (TENS), βελονισμός ή ομοιοπαθητική, δεν έχει στηριχτεί προς το παρόν με επαρκείς κλινικές μελέτες.

Ποια είναι η χειρουργική αντιμετώπιση του συνδρόμου καρπιαίου σωλήνα;

Το διαγνωσμένο σύνδρομο του καρπιαίου σωλήνα μπορεί ουσιαστικά να θεραπευτεί μέσω χειρουργικής επέμβασης, και συστήνεται ανεπιφύλακτα ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που η συντηρητική θεραπεία δεν έχει φέρει αποτελέσματα ή τα συμπτώματα είναι έντονα και παρατεταμένης διαρκείας.

Η επέμβαση έχει σαν στόχο την μείωση της πίεσης που ασκείται στο μέσο νεύρο κατά την διέλευσή του από τον καρπιαίο σωλήνα, μέσω της σχετικής αύξησης του διαθέσιμου χώρου. Αυτό επιτυγχάνεται βασικά με την πλήρη χειρουργική διατομή του εγκάρσιου/επιμήκους καρπιαίου συνδέσμου, ενός ιστού πάνω από το νεύρο, ο οποίος εκτείνεται από τον καρπό μέχρι το μέσο περίπου της παλάμης. Η διατομή του συνδέσμου αυτού, στην περίπτωση του συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα, δεν επιφέρει λειτουργικές δυσλειτουργίες στο χέρι αλλά αντίθετα απελευθερώνει το νεύρο και οδηγεί στην υποχώρηση και σταδιακά στην εξαφάνιση των τυπικών συμπτωμάτων του συνδρόμου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως σε προχωρημένο στάδιο του συνδρόμου, είναι απαραίτητη και η ταυτόχρονη χειρουργική απελευθέρωση του ίδιου του μέσου νεύρου (νευρόλυση).

Σε βοήθησε αυτό το άρθρο;

Αυτή η σελίδα δεν παρέχει ιατρικές συμβουλές. Δες περισσότερα.