Ο οργανισμός του ανθρώπου παράγει δύο ειδών λιπίδια:
- Τη χοληστερόλη
- Τα τριγλυκερίδια
Ο ρόλος της χοληστερόλης είναι επιβοηθητικός στη σύνθεση των ορμονών των επινεφριδίων και των γονάδων και ανήκει στα συστατικά της χολής.
Δες ακόμα: Θεραπεία με στατίνες και μυοσκελετικές παρενέργειες
Τα τριγλυκερίδια, από την άλλη, αποτελούν αποθήκη ενέργειας στο λιπώδη ιστό.
Τι είναι οι δυσλιπιδαιμίες;
Ως δυσλιπιδαιμίες ορίζουμε τις διαταραχές των σωματιδίων που μεταφέρουν τα λιπίδια αυτά στον οργανισμό, όπως οι χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες (LDL) και οι υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνες (HDL).
Οι δυσλιπιδαιμίες διαχωρίζονται σε πρωτοπαθείς, οι οποίες είναι συνήθως κληρονομικές και χρειάζονται σχεδόν πάντοτε φαρμακευτική αγωγή και σε δευτεροπαθείς, οι οποίες εκδηλώνονται στα πλαίσια διαφόρων νοσημάτων, καθώς και έπειτα από τη χρήση φαρμάκων.
Τα πιο συχνά νοσήματα που προκαλούν διαταραχές των λιπιδίων είναι ο σακχαρώδης διαβήτης, η παχυσαρκία, ο υποθυρεοειδισμός και η χρόνια νεφρική νόσος, ενώ από πλευράς φαρμάκων τα πιο χαρακτηριστικά για την πρόκληση δυσλιπιδαιμιών είναι τα κορτικοστεροειδή, τα αντισυλληπτικά, καθώς και διάφορα αντιυπερτασικά (β-αποκλειστές, διουρητικά).
Πώς αντιμετωπίζονται οι δυσλιπιδαιμίες;
Στις περιπτώσεις αυτές, πρέπει να γίνεται αντιμετώπιση της νόσου που προκαλεί τη διαταραχή των λιπιδίων, καθώς και αλλαγή της λαμβανόμενης φαρμακευτικής αγωγής.
Όσον αφορά τη θεραπεία των δυσλιπιδαιμιών, το πιο σημαντικό βήμα είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής, η οποία περιλαμβάνει:
– Διακοπή του καπνίσματος
– Υπολιπιδαιμική δίαιτα (πτωχή σε ζωικά λίπη και αυξημένη σε φυτικές ίνες όπως τα φρούτα και τα λαχανικά)
– Απώλεια βάρους (μείωση κατά 10% μέσα σε 6 μήνες)
– Σωματική άσκηση (για παράδειγμα γρήγορο βάδισμα 30–60 min/ημέρα για 5 τουλάχιστον ημέρες της εβδομάδας).
Αν δε γίνει έλεγχος της τιμής των λιπιδίων με την εφαρμογή των παραπάνω μέτρων, ο ασθενής πρέπει να λάβει πλέον φαρμακευτική αγωγή.
Η αντιμετώπιση της νόσου μπορεί να συμβεί με διάφορα σκευάσματα, τα πιο χαρακτηριστικά εκ των οποίων είναι οι στατίνες, οι φιμπράτες, η εζετιμίμπη, η κολεσεβελάμη καθώς και τα ω-3 λιπαρά οξέα.
Τι είναι οι στατίνες και πώς δρουν;
Από τα παραπάνω φάρμακα, οι στατίνες είναι το πρώτο που χορηγούμε σε ασθενείς με δυσλιπιδαιμία, καθώς έχει αποδειχθεί ότι ελαττώνουν σημαντικά την καρδιαγγειακά επεισόδια και την ολική θνητότητα.
Οι στατίνες δρουν πρωταρχικά μειώνοντας την τιμή της LDL χοληστερόλης και δευτερευόντως ελαττώνοντας την τιμή των τριγλυκεριδίων του αίματος και αυξάνοντας την HDL χοληστερόλη.
Οι στατίνες που κυκλοφορούν στην Ελλάδα είναι οι παρακάτω:
Ατορβαστατίνη{10-80 mg},Λοβαστατίνη{20-80 mg},Πιταβαστατίνη{1-4 mg},Πραβαστατίνη{10–40 mg},Ροσουβαστατίνη{5-10 mg},Σιμβαστατίνη{5-40 mg} και Φλουβαστατίνη{20-80mg}.
Τι πρέπει να προσέξεις
Πριν την έναρξη της χορήγησης στατινών απαιτείται ο προσδιορισμός των λιπιδίων (τριγλυκερίδια, HDL χοληστερόλη και LDL χοληστερόλη) μετά από νηστεία 12–14 ωρών. Ταυτόχρονα πρέπει να μετράμε τα επίπεδα γλυκόζης του αίματος, της κρεατινίνης, της θυρεοειδοτρόπου ορμόνης (TSH) για τον αποκλεισμό υποκείμενου υποθυρεοειδισμού, καθώς και των τρανσαμινασών (AST/ALT) και της κρεατινικής κινάσης (CK).
Για να γίνει πλήρης έλεγχος ως προς τα ακριβή αίτια δευτεροπαθούς δυσλιπιδαιμίας χρειάζεται να ελεγχθεί η αλκαλική φωσφατάση του ορού (ALP) και να γίνει μια γενική εξέταση ούρων. Μετά από 12 βδομάδες από τη στιγμή που θα ξεκινήσει η αγωγή, συνιστάται εργαστηριακός επανέλεγχος των λιπιδίων, των ηπατικών ενζύμων και CK, ώστε να ελεγχθεί η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της θεραπείας.
Εάν σε δύο μετρήσεις μετά την έναρξη της αγωγής, η ALT είναι >3 φορές της ανώτερης φυσιολογικής τιμής ή η CK>5, καθώς και σε ασθενείς με μυαλγίες επιβάλλεται η διακοπή ης αγωγής.
Πρέπει όμως να τονιστεί ότι δεν απαιτείται η διακοπή της θεραπείας με στατίνες ή η αναβολή της έναρξης της υπολιπιδαιμικής αγωγής σε άτομα με μικρές αυξήσεις των τρανσαμινασών ή της CK, ενώ παράλληλα σε αυτούς τους ασθενείς επιβάλλεται η αναζήτηση άλλων υποκείμενων αιτιών αύξησης των ηπατικών και μυϊκών ενζύμων.
Συνιστάται επανέλεγχος 1 φορά το χρόνο αν έχουν επιτευχθεί οι στόχοι του ασθενή ή κάθε φορά που ο ασθενής αλλάζει θεραπευτικό σχήμα.
Σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί όταν χορηγούμε στατίνες. Αυτές είναι οι παρακάτω:
1.Πάσχοντες από χρόνια νεφρική νόσο: (κάποιες από τις στατίνες αποβάλλονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από τους νεφρούς- άρα, πρέπει να τροποποιηθεί η δοσολογία ή να διακοπεί η λήψη τους. Εξαιρούνται η ατορβαστατίνη, η πιταβαστατίνη και η φλουβαστατίνη που έχουν ελάχιστη απέκκριση από τους νεφρούς και μπορούν να χορηγηθούν κανονικά).
2.Ασθενείς με διαταραχή της ηπατικής βιοχημείας: καθώς η χορήγηση στατινών μπορεί να αυξήσει τα επίπεδα των τρανσαμινασών(AST-ALT) (>3 φορές} σε ένα πολύ μικρό ποσοστό ασθενών. Η διακοπή ή η μείωση της δόσης έχει συνήθως ως αποτέλεσμα την επαναφορά στο φυσιολογικό των τιμών αυτών.
3.Ηλικιωμένοι ασθενείς, καθώς και σε άτομα άνω των 75 ετών: οι στατίνες πρέπει να χορηγούνται με προσοχή λόγω της ενδεχόμενης αλληλεπίδρασής τους με άλλα φάρμακα, της πιθανής επηρεασμένης νεφρικής λειτουργίας τους και της συνύπαρξης άλλων παθήσεων.
4.Παιδιά: Από την ηλικία των 8-10 ετών η λήψη της στατίνης είναι ασφαλής θεραπεία για τη μείωση της κακής χοληστερόλης. Ωστόσο, συνιστάται να ελέγχονται τακτικά από γιατρό ως προς την ανάπτυξή τους (σωματική και διανοητική). Για όλους τους παραπάνω λόγους συνιστάται τα παιδιά να λαμβάνουν στατίνη μόνο σε εξειδικευμένα κέντρα.
5.Γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας: Γυναίκες που διανύουν περίοδο εγκυμοσύνης και θηλασμού δεν πρέπει να λαμβάνουν στατίνη, διότι ενέχει ο κίνδυνος τοξικότητας στο έμβρυο και στο νεογέννητο αντίστοιχα. Συνιστάται οι γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία να λαμβάνουν αντισυλληπτική αγωγή. Πρέπει να αποφεύγεται η λήψη στατίνης τουλάχιστον 3 μήνες πριν μείνει έγκυος μια γυναίκα και να μην γίνει ξανά έναρξη πριν ολοκληρώσει με το θηλασμό.
Ποιες είναι οι ανεπιθύμητες ενέργειες;
Ποιες όμως είναι οι ανεπιθύμητες ενέργειες των στατινών για τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι να παρακολουθούμε τους ασθενείς ανά τακτά χρονικά διαστήματα και να προσαρμόζουμε την αγωγή ανάλογα με τα ευρήματά μας;
– Αύξηση των τρανσαμινασών (AST-ALT). Αν εμφανιστεί αύξηση>3 φορές από τη φυσιολογική τους τιμή συνιστάται η διακοπή της στατίνης ή η μείωση της δόσης της και η εφαρμογή άλλων μέτρων ελάττωσης της τιμής των λιπιδίων.
– Αύξηση της CK>5 φορές από τη φυσιολογική της τιμή ή εμφάνιση μυοπάθειας. Είναι σπάνιες επιπλοκές. Παράγοντες, όπως η μεγάλη ηλικία, το γυναικείο φύλο, η νεφρική ή η ηπατική βλάβη, ο υποθυρεοειδισμός και η κατάχρηση αλκοόλ, καθώς και η συγχορήγηση μερικών άλλων φαρμάκων που αλληλεπιδρούν με τις στατίνες αυξάνουν την πιθανότητα εμφάνισης της συγκεκριμένης ανεπιθύμητης ενέργειας. Συνιστάται η διακοπή (τουλάχιστον προσωρινή) της στατίνης και η παρακολούθηση της νεφρικής λειτουργίας.
– Πόνος στους μύες χωρίς αύξηση της CK. Αφορά ένα ποσοστό 5-10% ασθενών. Αν ο πόνος αυτός δυσκολεύει τη ζωή του ασθενούς, ο γιατρός συνιστά τη διακοπή της στατίνης και τη λήψη εναλλακτικών μεθόδων.
– Οι στατίνες εμφανίζουν και διαβητογόνο δράση, δηλαδή αύξηση του κινδύνου εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη. Η χορήγηση των στατινών συσχετίζεται με μία μικρή κατά 9% αύξηση του κινδύνου εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη. Ο κίνδυνος αυτός εξαρτάται από τη χορηγούμενη δόση της στατίνης, είναι πιο συχνός σε γυναίκες και σε ασθενείς με διαταραγμένες τιμές γλυκόζης νηστείας{πάνω από 100mg/dl} ή σε ασθενείς με μεταβολικό σύνδρομο (αρτηριακή υπέρταση, παχυσαρκία, αυξημένη περίμετρο μέσης).
Υπάρχει διαφοροποίηση μεταξύ των διαφόρων στατινών όσον αφορά τη διαβητογόνο δράση τους, με την πραβαστατίνη και την πιταβαστατίνη να έχουν πιο ευνοϊκή δράση. Ο κίνδυνος εμφάνισης διαβήτη όμως δεν αποτρέπει τη χορήγηση στατίνης εάν ο καρδιαγγειακός κίνδυνος είναι υψηλός, οπότε και ο ασθενής θα ωφεληθεί από τη χορήγησή της.
– Πρόωρη εκδήλωση καταρράκτη (σπανίως, συνήθως εμφανίζεται σε ηλικιωμένους)
-Διαταραχές μνήμης και διανοητικής λειτουργίας (σπανίως, συνήθως εμφανίζεται σε ηλικιωμένους)
Σε περίπτωση που οι στατίνες δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές ή εμφανίζονται σοβαρές ανεπιθύμητες ενέργειες από τη χορήγησή τους, συστήνεται εφαρμογή εναλλακτικών μέτρων για την αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας.