Τι συμβαίνει κατά τη δημιουργία του καρκίνου του μαστού;
Κατά τη δημιουργία του καρκίνου του μαστού ορισμένα κύτταρα στο μαστό γίνονται σταδιακά μη φυσιολογικά, αλλάζοντας μορφή και έτσι, μπορούν να διηθούν το γειτονικό ιστό.
Αυτά τα κακοήθη κύτταρα μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο επιθετικά και συχνά έχουν τη δυνατότητα να διαιρούνται σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και κάποια από αυτά να μεταναστεύουν σε άλλα τμήματα του οργανισμού, δηλαδή να δίνουν μεταστάσεις.
Ποιοι είναι οι παράγοντες κινδύνου για τον καρκίνο του μαστού;
Γνωρίζουμε ότι υπάρχουν συγκεκριμένοι παράγοντες που έχουν σχέση με την εμφάνιση της νόσου, χωρίς όμως να έχουν διευκρινισθεί μέχρι σήμερα τα ακριβή αίτια της νόσου. Οι παράγοντες που είναι γνωστό ότι αυξάνουν την πιθανότητα να νοσήσει κανείς είναι οι εξής:
- Η ηλικία του ατόμου (η επίπτωση αυξάνεται με την αύξηση της ηλικίας)
- Το βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό
- Η γονιδιακή μετάλλαξη (BRCA-1, BRCA-2 και RAD51C γονίδια)
- Η φυλετική καταγωγή
- Η έναρξη της εμμηνόρροιας σε ηλικία μικρότερη των 12 ετών
- Η εμμηνόπαυση σε ηλικία μεγαλύτερη των 55 ετών
- Η κύηση του πρώτου παιδιού σε ηλικία άνω των 35 ετών
- Η ύπαρξη άτυπων αλλοιώσεων στο μαστό
- Ο προϋπάρχων καρκίνος μαστού
- Η προηγούμενη ακτινοθεραπεία υψηλών δόσεων στο στήθος
- Η λήψη αντισυλληπτικών φαρμάκων που περιέχουν οιστρογόνα κατά το χρονικό διάστημα της χορήγησής τους και λίγο μετά
- Το να είναι κανείς αριστερόχειρας
Συνοψίζοντας, ορισμένοι περιβαλλοντικοί παράγοντες, η καταγωγή, η ηλικία, η κληρονομικότητα, η διατροφή, καθώς και ορμονικοί παράγοντες είναι συνήθως τα κύρια αίτια για την εμφάνιση του καρκίνου του μαστού.
Η σημασία της διάγνωσης του καρκίνου του μαστού
Ο μαστός είναι ένα όργανο σύνθετο στη διαγνωστική του προσέγγιση. Οι περισσότερες γυναίκες θα παρουσιάσουν κάποιο εύρημα ή κάποιο πρόβλημα στο μαστό στη διάρκεια της ζωής τους, αλλά μόνο περίπου μία στις 10 θα αναπτύξει σε κάποια χρονική στιγμή καρκίνο.
Για την πρόγνωση του καρκίνου μαστού αυτού είναι εξαιρετικά σημαντική η άμεση και έγκαιρη διάγνωση, καθώς και η αντιμετώπισή του. H έγκαιρη διάγνωση είναι το μεγαλύτερο όπλο που διαθέτουμε κατά του καρκίνου του μαστού στην εποχή μας. Για την επίτευξη αυτού του στόχου προτείνονται τα εξής:
- Μία μαστογραφία αναφοράς στα 35έτη
- Αυτοεξέταση κάθε γυναίκας μία φορά το μήνα
- Μαστογραφία μία φορά το χρόνο μετά τα 40 έτη(ή υπερηχογράφημα μαστών σε περίπτωση που η κυρία έχει πυκνό μαστό)
- Κλινική εξέταση από ειδικό χειρουργό μία φορά το χρόνο μετά τα 40 έτη(μετά τη μαστογραφία)
Η έγκαιρη διάγνωση μπορεί να βοηθήσει στην διατήρηση του μαστού και στην ίαση στις περισσότερες των περιπτώσεων. Σε νέες γυναίκες το υπερηχογράφημα μαστών είναι η καταλληλότερη εξέταση, ειδικά όταν ο μαστός τους είναι πυκνός και η μαστογραφία δεν παρέχει αρκετές πληροφορίες.
Επίσης, σε γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας με πυκνό μαστό πρέπει να γίνεται υπερηχογράφημα. Σε μεγάλα κέντρα μαστού, όπου υπάρχει εμπειρία, χρησιμοποιείται επίσης η μαγνητική τομογραφία μαστών, όπου υπάρχει ένδειξη.
Σε γυναίκες που ανήκουν σε ομάδα υψηλού κινδύνου πρέπει ο χειρουργός να συστήσει μία εξατομικευμένη διαδικασία που μπορεί να περιλαμβάνει πιο συχνούς μαστολογικούς ελέγχους ή κάποιο γονιδιακό έλεγχο.
Με τις ανωτέρω εξετάσεις είμαστε σε θέση να ανιχνεύσουμε σχεδόν το σύνολο των καρκίνων του μαστού.
Όταν υπάρχει ψηλαφητό εύρημα ή όταν υπάρχει οποιαδήποτε υποψία κακοήθειας πρέπει η βλάβη να “ταυτοποιηθεί”, δηλαδή να γίνει βιοψία. Σε κάποιες περιπτώσεις όχι και τόσο ύποπτων βλαβών και σε συνάρτηση με την ηλικία της ασθενούς μπορεί να επιλέξει κανείς να παρακολουθήσει την βλάβη.
Τεχνικές βιοψίας μαστού
- Η παρακέντηση με λεπτή βελόνα και αναρρόφηση τουυλικού που αποστέλλεται προς κυτταρολογική εξέταση (FNA), τείνει να καταργηθεί, διότι δεν μας προσφέρει επαρκείς πληροφορίες.
- Η βιοψία με κόπτουσα βελόνη (core biopsy), είναι η διαγνωστική μέθοδος που επιλέγεται στις περισσότερες περιπτώσεις. Η λήψη γίνεται κατά προτίμηση υπό υπερηχογραφικό έλεγχο, που μας δίνει την δυνατότητα να εντοπίσουμε ακόμη και μη ψηλαφητούς όγκους. Η μέθοδος αυτή είναι καλά ανεκτή και μας δίνει πολλές πληροφορίες.
- Η βιοψία κενού (Vacuumbiopsy). Χρησιμοποιείται κυρίως σε όγκους μη ορατούς στους υπερήχους, που χρειάζονται στερεοτακτική εντόπιση με μαστογραφία. Η μέθοδος αυτή συνιστάται σε μικροαποτιτανώσεις, σε μη σαφώς κατατάξιμες βλάβες, καθώς και σε κάποιες πολύ μικρές βλάβες. Συνήθως γίνεται στερεοτακτική εντόπιση και αφαίρεση του όγκου υπό μαστογραφικό έλεγχο. Όταν εντοπιστεί οποιαδήποτε κακοήθεια (διηθητική ή μη) πρέπει να ακολουθήσει χειρουργείο.
- Η ανοικτή βιοψία. Στην ανοικτή βιοψία, ο χειρουργός αφαιρεί όλον τον όγκο κατά τη διάρκεια του χειρουργείου. Συνήθως χρειάζεται γενική νάρκωση. Ο όγκος αποστέλλεται για ταχεία βιοψία στο παθολογοανατομικό εργαστήριο και αναλόγως του αποτελέσματος αποφασίζεται ο τύπος της απαιτούμενης επέμβασης που θα πραγματοποιηθεί. Εναλλακτικά, ο όγκος αποστέλλεται απευθείας για την τελική βιοψία και μετά τα αποτελέσματα της τελικής βιοψίας, αποφασίζονται από την ομάδα ειδικών και σε συνεργασία με την ασθενή, οι περαιτέρω θεραπευτικοί χειρισμοί. Η ανοικτή βιοψία έχει καταργηθεί στη σύγχρονη μαστολογία και τη θέση της έχει πάρει η βιοψία μαστού με κόπτουσα βελόνη (πιστόλι), τη λεγόμενη core-biopsy, που γίνεται υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση με τοπική αναισθησία. Η σύγχρονη χειρουργική μαστού απαιτεί προεγχειρητική βιοψία και ταυτοποίηση (ιστολογική εξέταση) του όγκου τουλάχιστον στο 90% των ασθενών.