Παραμύθια με πρωταγωνίστριες γριές μάγισσες, που μαρμαρώνουν τα αγόρια και ρίχνουν ξόρκια ή κατάρες. Γονείς που εγκαταλείπουν τα παιδιά τους. Μοχθηροί δράκοι που κλέβουν την ομορφιά των κοριτσιών.
Δες ακόμα: ΔΕΠΥ και ψέματα: τι μπορώ να κάνω όταν το παιδί μου λέει ψέματα;
Τρομακτικά δάση με λύκους, βρικόλακες και ξωτικά… Και όμως. Τα παιδιά δείχνουν ξεκάθαρα, πως μαγεύονται από παραμύθια με βίαιους ήρωες και τρομακτική πλοκή.
Από την άλλη πλευρά, οι γονείς αναρωτιούνται για ποιο λόγο να διηγούνται τέτοιες ιστορίες στα παιδιά τους. Ούτε η Χιονάτη και η Σταχτοπούτα, αλλά ούτε και οι τιμωροί βασιλιάδες και τα τρομακτικά τέρατα, μοιάζουν ιδανικά πρότυπα για το μέλλον των παιδιών τους.
Και πώς νιώθει άραγε ο Κοντορεβιθούλης και τα αδέρφια του, που ζουν επώδυνα την εγκατάλειψη; Και πώς γίνεται να υπάρχει γονιός τόσο ανεύθυνος, όσο η μητέρα της Κοκκινοσκουφίτσας, ώστε να την αφήνει μόνη της να κάνει τέτοια διαδρομή στο δάσος;
Και γιατί εν τέλει να εκτίθενται τα παιδιά μπροστά σε όλα αυτά τα εκφοβιστικά σενάρια τρόμου, που τους προκαλούν άγχος; «Οι μεγάλοι είναι αυτοί που φοβούνται τα τρομακτικά παραμύθια. Τα παιδιά τα λατρεύουν» είχε πει κάποτε ο Φρόυντ. Τα παιδικά παραμύθια συχνά βασίζονται στο στοιχείο του φόβου, που αποτελεί κοινό τόπο τόσο σε παραδοσιακές, όσο και σε πιο σύγχρονες ιστορίες για παιδιά.
Κάθε παραμύθι έχει έναν τρομακτικό χαρακτήρα, που προκαλεί πρόβλημα στους άλλους, βασανίζει τους ήρωες και κάνει τους πρωταγωνιστές να υποφέρουν. Τι γίνεται όμως με τον ψυχισμό των μικρών παιδιών; Μπορεί όλες οι παιδικές ιστορίες να καταλήγουν στο «και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα», όμως πέρα από το υπέροχο ταξίδι της φαντασίας, αυτή η κατακλείδα δηλώνει κι ένα ταξίδι στο υποσυνείδητο του μικρού παιδιού.
Οι ψυχολόγοι είναι καθησυχαστικοί, υποστηρίζοντας πως τα κλασικά παραμύθια δεν κάνουν τίποτα άλλο παρά να απεικονίζουν την αιώνια πάλη του καλού με το κακό. Υπάρχει αγωνία και κορύφωση, αλλά στο τέλος έρχεται η λύτρωση.
Έτσι, αν και εμπεριέχουν το στοιχείο του φόβου, τα παιδιά τα γοητεύει, κυρίως γιατί το βιώνουν σαν μία διαδικασία στο τέλος της οποίας σχεδόν πάντα το καλό νικά και το κακό χάνει τη δύναμή του.
Άλλωστε η επεξεργασία του φόβου μέσα από τη μυθική διήγηση πραγματώνεται με τρόπο ασφαλή, καθώς όλα γίνονται «μία φορά κι έναν καιρό». Έπειτα, είναι κοινή διαπίστωση ότι το παραμύθι αποτελεί την μεταμφίεση της ίδιας της ζωής και των εμπειριών μας.
Πώς θα μπορούσε, τότε, να μην μιλάει για τον φόβο και να μην δείχνει την βία, που είναι βαθιά ενταγμένα στην ανθρώπινη κοινωνία από καταβολής κόσμου;
Ωστόσο, ακόμα κι αν δεχτούμε τα παραπάνω, η αγωνία παραμένει: γιατί να διηγούμαστε τον φόβο στα παιδιά μας; Σ’ αυτό το σημείο θα πρέπει να στραφούμε λίγο πιο προσεκτικά στα ίδια τα παιδιά.
Κι αυτό γιατί το συναίσθημα του φόβου σε αναπτυξιακό επίπεδο κυριαρχεί στον παιδικό ψυχισμό και παίρνει διάφορες μορφές και εντάσεις. Τα παιδιά αντιλαμβάνονται με τον δικό τους τρόπο ότι η ζωή δεν είναι απαλλαγμένη συγκρούσεων και διφορούμενων καταστάσεων, νιώθουν συχνά αγωνία, άγχος, μοναξιά, θλίψη.
Δεν είναι λοιπόν ότι γοητεύονται από τον τρόμο, αλλά ότι συγκινούνται από το συναίσθημα του φόβου και παρακολουθούν με ενδιαφέρον κι αγωνία μυθικές ιστορίες με ήρωες, που εκφοβίζουν ή εκφοβίζονται.
Κι αυτό γιατί νιώθουν να ταυτίζονται με το φόβο και βιώνουν έντονα την αγωνία και τα άγχη των ηρώων. Και το παραμύθι έρχεται και βάζει σε λόγια τα εσωτερικά άγχη και τις συγκρούσεις της παιδικής ψυχής, προσφέροντας μία λυτρωτική διέξοδο εσωτερικευμένων πιεστικών σκέψεων που δεν υπάρχει άλλος τρόπος να εκφραστεί.
Η μυθική διήγηση αποτελεί τον λειτουργικότερο τρόπο να διαχειριστούν τα παιδιά ό,τι τα φοβίζει και τα βοηθά στην αναπτυξιακή πορεία της προσωπικής αυτονόμησης. Γι’ αυτό και η συμβολική αντιμετώπιση του φόβου διαθέτει παιδαγωγικές και θεραπευτικές ωφέλειες.
Γιατί πλάι στις φοβίες που περισσότερο ή λιγότερο έντονα αισθάνονται, βλέπουν ότι με τη δυσκολία συνυπάρχει και η λύση και ότι όλα αυτά τα αρνητικά συναισθήματα εξισορροπούνται από τη βεβαιότητα, το θάρρος, την αισιοδοξία και την ελπίδα που υπάρχουν στο τέλος των παραμυθιών.
Σύμμαχος κατά του φόβου.Και άρα στο σημείο αυτό πώς απαντάμε στο ερώτημα εάν πρέπει να ανατροφοδοτούμε τελικά τους φόβους των παιδιών, διαβάζοντας ιστορίες, που προκαλούν το φόβο; Όπως είδαμε παραπάνω, η εμπειρία δείχνει πως αυτές οι ιστορίες συνήθως μετατρέπονται σε ευκαιρίες για να ξεπεράσουμε τους φόβους.
Από ψυχολογική σκοπιά, όταν ο φόβος και η αγωνία εξωτερικεύεται και «μιλιέται», απομυθοποιείται αυτόματα και λυτρώνει το παιδί. Τα παραμύθια δηλαδή καθίστανται κάτι περισσότερο από αληθινά, γιατί μας λένε όχι ότι οι δράκοι υπάρχουν, αλλά ότι μπορούμε να τους νικήσουμε.
Αλλά δεν αρκεί αυτό. Σημαντική καθίσταται και η μέθοδος αφήγησης των παραμυθιών. Πρέπει να αποφεύγουμε την υπερβολική συναισθηματική φόρτιση και να αντιλαμβανόμαστε τις αντιδράσεις του παιδιού μας, προκειμένου να αποφύγουμε ακραίες ταυτίσεις και μεγάλες «δόσεις» φόβου.
Η παρουσία μας, ως γονείς, αποτελεί την ξεκάθαρη εγγύηση ασφάλειας για το παιδί και ρυθμίζει τη συναισθηματική ένταση μέσω της εγγύτητας. Αυτό άλλωστε αποτελεί το πιο σημαντικό πλεονέκτημα ενός βιβλίου, που προκαλεί στο παιδί αγωνία και φόβο, σε σχέση με μια αντίστοιχη ταινία.
Ωστόσο κλείνοντας δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Η Ελλάδα σήμερα φοβάται. Ο φόβος διαδίδεται, καλλιεργείται και χρησιμοποιείται. Τα παραμύθια μπορούν άραγε να προτείνουν λύσεις;
Ίσως. Με τον ανώδυνο, εξωπραγματικό, παραβολικό τους λόγο απαντούν ότι η ζωή προχωράει με ανατροπές και ότι κανένας δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι κάποτε δε θα βρεθεί ξαφνικά μετέωρος ανάμεσα σε δύο κόσμους, αυτόν που χάθηκε και έναν καινούργιο που δε λέει να φανεί.
Κι όσο οι άνθρωποι σήμερα γινόμαστε όλο και συχνότερα σκιάχτρα του άλλου εαυτού μας, δυσκολευόμαστε να φανταστούμε το σκιάχτρο του παραμυθιού, που ζωντάνεψε κι έγινε άνθρωπος.