Ο καταρράκτης και η αντιμετώπισή του σήμερα

Η πιο συνηθισμένη ίσως πάθηση στην Οφθαλμολογία είναι ο γεροντικός καταρράκτης. Είναι η πιο συνηθισμένη μορφή επίκτητου καταρράκτη από την οποία δεν μπορεί κανείς να γλυτώσει όσο βέβαια προχωράει η ηλικία διότι οφείλεται στη φυσιολογική ωρίμανση του οργανισμού.
Δες ακόμα: Καταρράκτης: Πότε πρέπει να πάω στον ιατρό και πότε πρέπει να γίνει η εγχείρηση καταρράκτη
Είναι πάθηση που εμφανίζεται και στα δύο μάτια αλλά πολλές φορές υπάρχει διαφορετικός βαθμός εξέλιξης.
Εμφανίζεται περίπου μετά την ηλικία των 65 ετών, σαν θολερότητες στο φακό του οφθαλμού, οι οποίες αυξάνονται με το πέρασμα του χρόνου σε μέγεθος και πυκνότητα μέχρι να καταλάβουν όλο το φακό. Η έκταση και η ταχύτητα της εξέλιξης διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο με διάφορους παράγοντες να την επηρεάζουν.
Υπάρχουν ανάλογα με τη μορφή των θολεροτήτων 3 μορφές γεροντικού καταρράκτη: O φλοιώδης, ο πυρηνικός και ο οπισθοκαψικός (οπίσθιος κυπυλλοειδής).
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα του ασθενούς εξαρτώνται από την μορφή του καταρράκτη. Γενικά έχουμε θόλωση της όρασης, κακή ποιότητα όρασης, η οποία ενώ τις περισσότερες φορές, στην αρχή αντιμετωπίζεται με γυαλιά, σύντομα δεν είναι αυτό δυνατόν και πρέπει να γίνει εγχείρηση.
Ειδικά:
α) στον φλοιώδη καταρράκτη, που είναι και η πιο συχνή μορφή, η εξέλιξη της οποίας αρχίζει από τα 50 χρόνια, ο ασθενής βλέπει καλλίτερα την ημέρα παρά τη νύκτα.
β) στον πυρηνικό καταρράκτη ο ασθενής βλέπει διπλά ή αλλάζει ο βαθμός διάθλασής του, δηλ. αυξάνεται η προϋπάρχουσα μυωπία του, ελαττώνεται η υπερμετρωπία του ή εμφανίζεται μυωπία εκεί που δεν υπήρχε.
γ) στον οπισθοκαψικό που αποτελεί το 10% των περιπτώσεων και εξελίσσεται πιο γρήγορα από τις άλλες 2 μορφές.
Υπάρχουν και άλλοι τύποι επίκτητου καταρράκτη πιο σπάνιοι, όπως ο νεανικός ή προγεροντικός, παθολογικοί καταρράκτες, καταρράκτες από γενικά-συστηματικά νοσήματα, από μεταβολικά νοσήματα, καταρράκτες από φαρμακευτικές ουσίες, από φυσικά αίτια και μετατραυματικοί καταρράκτες, συνήθως σε νέα άτομα.
Ο συγγενής καταρράκτης αποτελεί το 20% των περιπτώσεων τύφλωσης των νεογέννητων, δεν είναι επίκτητος και δεν θα ασχοληθούμε με αυτή την περίπτωση σε αυτό το άρθρο.
Θεραπεία
Η αντιμετώπιση του καταρράκτη κατά κύριο λόγο είναι χειρουργική. Όπως προαναφέρθηκε στην αρχή της εμφάνισης του φλοιώδους ιδίως καταρράκτη βοηθάει η χρήση ή η αλλαγή διορθωτικών γυαλιών. Τελικά όμως η σωστή και πλήρης αντιμετώπιση της πάθησης είναι η χειρουργική. Η μέθοδος της εγχείρησης που έχει επικρατήσει σήμερα είναι η φακοθρυψία με υπερήχους και τοποθέτηση, στη θήκη που δημιουργείται κατά την επέμβαση τεχνητού φακού (ψευδοφακού).
Ο ασθενής δεν διανυκτερεύει στο νοσοκομείο αλλά μόνο λίγες ώρες και η επέμβαση γίνεται με την βοήθεια πολύπλοκου μηχανήματος , που ονομάζεται σύστημα φακοθρυψίας, πάντα με την χρήση υψηλής ακρίβειας μικροσκοπίου.
Λόγω της τεχνολογικής εξέλιξης τα μηχανήματα είναι εξειδικευμένα αλλά και τα εργαλεία που χρησιμοποιούνται είναι τόσο λεπτά ούτως ώστε η τομή από όπου εισέρχονται τα εργαλεία είναι τόσο μικρή που δεν χρειάζονται μετά ράμματα. Απαιτείται τοπική αναισθησία η οποία μπορεί να γίνει με σταγόνες αναισθητικού πάνω στο μάτι και έγχυση αναισθητικού μέσα στο μάτι (στον Πρόσθιο θάλαμο) ή με τοπική αναισθησία με έγχυση αναισθητικού παραβόλβια ή οπισθοβόλβια. Ο ψευδοφακός τοποθετείται στη θέση που ήταν και ο φυσιολογικός φακός, ούτως ώστε να επιτυγχάνονται πολύ καλά αποτελέσματα και να μη διαταράσσεται η αρχιτεκτονική των ματιών.
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να διατηρηθεί το οπίσθιο περιφάκιο, η σκληρή μεμβράνη που περιβάλλει τον φακό στο οπίσθιο τμήμα του, δηλ. στην περιοχή που γειτνιάζει με το υαλοειδές. Υπάρχει ένα μικρό ποσοστό δευτερογενούς θόλωσης του εναπομείναντος οπισθίου περιφακίου που γίνεται μετά τον πρώτο χρόνο από την επέμβαση, που λέγεται δευτερογενής καταρράκτης, ο οποίος αντιμετωπίζεται με ειδικό laser, το Nd Yag laser.
Ανοίγεται τόπον τινά μία τρύπα στο κέντρο συνήθως του οπισθίου περιφακίου μέσα από την οποία μπορεί να βλέπει ο ασθενής. Υπάρχουν χειρισμοί κατά την διάρκεια της εγχείρησης του καταρράκτη που μειώνουν το ποσοστό εμφάνισης δευτερογενούς καταρράκτη αλλά εξαρτάται και από παράγοντες που οφείλονται στον ασθενή.
Η οπτική οξύτητα αποκαθίσται πλήρως εφόσον όλα τα υπόλοιπα μέρη του οφθαλμού είναι ακέραια και υγιή. Ελέγχεται πολύ καλά πριν την εγχείρηση τυχόν προϋπάρχουσα διαθλαστική ανωμαλία, ο κερατοειδής, η ενδοφθάλμια πίεση, το υαλοειδές, το οπτικό νεύρο, η ωχρά κηλίδα και ο αμφιβληστροειδής. Μετά την εγχείρηση μπορεί να χρησιμοποιηθούν βοηθητικά γυαλιά ή όχι.