Tα ηρεμιστικά μολονότι δεν είναι καραμέλες, η κατάχρησή τους αποτελεί σήμερα την πρώτη σε συχνότητα ουσιοεξάρτηση. Στον μεγαλύτερο βαθμό, αυτή είναι ιατρογενής, δηλαδή οφείλεται στην αδόκιμη συνταγογράφησή τους από ιατρούς διαφόρων ειδικοτήτων και αφορά σε ανθρώπους κάθε ηλικίας, ακόμη και σε ηλικιωμένους.
Δες ακόμα: Αντιμετώπισε το άγχος και την κατάθλιψη με φυσικά ηρεμιστικά!
Είναι, δε, ένα πρόβλημα που απασχολεί όχι μόνο τους ειδικούς της ψυχικής υγείας, αλλά και τους φορείς απεξάρτησης από τα ναρκωτικά, καθώς πολλοί χρήστες άλλων ουσιών, που υποβάλλονται σε θεραπείες, εμφανίζουν πολύ γρήγορα και με κλιμακούμενη αύξηση εξάρτηση στα ηρεμιστικά.
Το πρόβλημα έχει τέτοια έκταση, που δεν είναι ασύνηθες να αλλάζουν θεράποντα οι εξαρτημένοι προκειμένου να εξασφαλίζουν την ανανέωση των συνταγών τους ή ακόμη να καταλήγουν ορισμένα ηρεμιστικά, που έχουν συνταγογραφηθεί νόμιμα, στο παράνομο εμπόριο.
Όλες οι βενζοδιαζεπίνες – τα σύγχρονα ηρεμιστικά φάρμακα, έχουν σε ελαφρώς διαφορετικό βαθμό πέντε δράσεις:
- υπνωτική
- αγχολυτική
- αντισπασμωδική
- μυοχαλαρωτική
- αμνησιακή
Στο παρόν άρθρο απασχολούμαι με τις πραγματικές ενδείξεις και την ορθολογική χορήγηση για τις δύο πρώτες.
Τι προσφέρουν τα ηρεμιστικά στον οργανισμό;
Το κύριο κλινικό πλεονέκτημα των ηρεμιστικών είναι η υψηλή αποτελεσματικότητά τους, η ταχεία έναρξη της δράσης, η χαμηλή τους τοξικότητα (ανεπιθύμητες ενέργειες) και το χαμηλό κόστος τους. Είναι πολύτιμοι βοηθοί στη θεραπευτική προσπάθεια όταν χορηγούνται βραχυπρόθεσμα. Σχεδόν όλα τα μειονεκτήματά τους προκύπτουν από τη μακροχρόνια χρήση.
Ως υπνωτικά, οι βενζοδιαζεπίνες έχουν ένδειξη κυρίως στη θεραπεία της παροδικής ή βραχυπρόθεσμης αϋπνίας. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η καθημερινή λήψη τους θα πρέπει να περιορίζεται σε λίγες ημέρες και να μην υπερβαίνει τις δύο εβδομάδες ή να λαμβάνονται περιστασιακά.
Η συνταγογράφησή τους για την αντιμετώπιση διαταραχών του ύπνου δικαιολογείται μόνο επί σοβαρής αϋπνίας, που δημιουργεί προβλήματα στην καθημερινότητα ή έντονη δυσφορία. Όταν η αϋπνία προκύπτει στο έδαφος επεισοδιακού ή παροδικού άγχους, θα πρέπει να συνταγογραφούνται σε χαμηλές δόσεις, για 1 ή 2 εβδομάδες μόνο, ή να λαμβάνονται κατά διαστήματα ή άπαξ.
Στη δε χρόνια αϋπνία, η οποία αποτελεί συνήθως τη συνέπεια άλλων καταστάσεων (π.χ. άλλων σωματικών, ή σοβαρότερων ψυχιατρικών διαταραχών), τα ηρεμιστικά είναι δυνητικά χρήσιμα, αλλά θα πρέπει να λαμβάνονται στην ελάχιστη αποτελεσματική δόση, κατά διαστήματα ή καθημερινά για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
Ποια θεωρούνται κατάλληλα φάρμακα;
Κατάλληλα φάρμακα είναι εκείνα που περιέχουν τις δραστικές ουσίες τεμαζεπάμη (Normison), λοπραζολάμη και λορμεταζεπάμη. Η διαζεπάμη (Stedon) είναι επίσης αποτελεσματική, αλλά σε άπαξ ή διαλείπουσα δοσολογία, ενώ οι ισχυρές, βραχείας δράσης βενζοδιαζεπίνες, όπως η τριαζολάμη (Halcion), ενέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο ανεπιθύμητων ενεργειών.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι τα ηρεμιστικά είναι αποτελεσματικοί επαγωγείς του ύπνου, παρά το γεγονός ότι παρέχουν μόνο συμπτωματική ανακούφιση και δεν επιδρούν στην υποκείμενη αιτία. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να έχουμε κατά νου ότι ο ύπνος που επάγουν τα ηρεμιστικά φάρμακα διαφέρει από τον φυσικό ύπνο.
Συγκεκριμένα, τα ηρεμιστικά επιταχύνουν μεν την έναρξη του ύπνου, μειώνουν τις νυκτερινές αφυπνίσεις, αυξάνουν τη συνολική διάρκεια του ύπνου και συχνά προσδίδουν μια αίσθηση αναζωογονητικού ύπνου, αλλά μεταβάλλουν το κανονικό μοτίβο του ύπνου. Μεταξύ άλλων, καταστέλλουν το στάδιο REMS, ενέργεια που αρχικά μπορεί να αποδειχθεί χρήσιμη στη μείωση των εφιαλτών, αποτελεί όμως το σημαντικότερο παράγοντα για την παλίνδρομη αϋπνία μετά τη διακοπή τους.
Επίσης, αυξάνονται τα επεισόδια υπνικής άπνοιας. Τα ηρεμιστικά καταστέλλουν, δυνητικά, την αναπνοή και πρέπει να αποφεύγονται σε ασθενείς με σοβαρή χρόνια αποφρακτική νόσο που συχνά βασανίζει τους χρόνιους καπνιστές.
Ποια είναι τα είδη των ηρεμιστικών;
Ως αγχολυτικά, οι βενζοδιαζεπίνες θα πρέπει γενικά να χρησιμοποιούνται σε συνδυασμό με άλλα μέσα, όπως οι ψυχολογικές θεραπείες, τα αντικαταθλιπτικά ή άλλα φάρμακα όπως η βουσπιρόνη (Bespar), αν και αυτά τα μέτρα έχουν δράση με βραδύτερη έναρξη. Οι ενδείξεις εδώ περιλαμβάνουν οξείες αντιδράσεις άγχους, το επεισοδιακό άγχος, το γενικευμένο άγχος, τη σοβαρή Διαταραχή Κρίσεων Πανικού και την αγοραφοβία, ως αρχική θεραπεία.
Στις περισσότερες περιπτώσεις, η διαζεπάμη (Stedon) είναι το φάρμακο πρώτης εκλογής – σε δόσεις άπαξ, ή έως 4 εβδομάδες και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ως μακροχρόνια θεραπεία – δεδομένης της ταχείας έναρξης της δράσης της και της βραδείας αποβολής της από τον οργανισμό, που προστατεύει από σημαντικές διακυμάνσεις στη συγκέντρωσή της.
Στον αντίποδα, η λοραζεπάμη (Tavor) και η αλπραζολάμη (Xanax) που χρησιμοποιούνται ευρέως… στην αντιμετώπιση του άγχους, είναι ακατάλληλα φάρμακα γιατί εξαλείφονται σχετικά γρήγορα και προκαλούν συμπτώματα άγχους μεταξύ των διαδοχικών δόσεων, τα οποία επιδεινώνουν την κατάσταση.
Η έλλειψη αναγνώρισης αυτής της δραστικότητας, σε σύγκριση με τη διαζεπάμη, επιφέρει συχνά την περαιτέρω αύξηση των δόσεων με τον κίνδυνο των δυσμενών επιπτώσεων της εξάρτησης (μεγαλύτερος κίνδυνος εξάρτησης) και των αυξημένων παρενεργειών που συνοδεύουν τη διακοπή τους.
Εφάπαξ δόσεις μπορεί να είναι κατάλληλες ως προφύλαξη για την οξεία αντίδραση στο άγχος, όταν υπάρχουν προβλέψιμες ψυχοπιεστικές καταστάσεις (π.χ. αεροπορικά ταξίδια, οδοντιατρικά ραντεβού, κ.α., σε φοβικούς ασθενείς).
Ποια είναι η δράση των ηρεμιστικών και πώς πρέπει να λαμβάνονται;
Τα ηρεμιστικά προορίζονται για τη βραχυπρόθεσμη ανακούφιση του σοβαρού άγχους, είτε χορηγούμενα περιστασιακά είτε για διάστημα 4 εβδομάδων κατ΄ ανώτατο όριο. Η έναρξη της δράσης τους είναι ταχεία και συνήθως εμφανής ήδη από την πρώτη δόση.
Αυτή η άμεση επίδραση τους δίνει ένα σαφές πλεονέκτημα σε σύγκριση με το καθυστερημένο αγχολυτικό αποτέλεσμα των ψυχολογικών θεραπειών και των αντικαταθλιπτικών ή άλλων αγωγών όπως η βουσπιρόνη (Bespar). Επιπλέον, έχουν σχετικά χαμηλότερη τοξικότητα, δηλαδή λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες, σε σχέση με τα περισσότερα εναλλακτικά φάρμακα.
Για όλους αυτούς τους λόγους, τα ηρεμιστικά είναι χρήσιμα στην ταχεία ανακούφιση του άγχους και ιδανικά των επεισοδίων άγχους που είναι αυτοπεριοριζόμενα. Πλην όμως, παρέχουν μόνο συμπτωματική ανακούφιση, καθώς δεν θεραπεύουν την υποκείμενη διαταραχή.
Έτσι, η χρήση τους πρέπει να περιορίζεται στη βραχυπρόθεσμη κάλυψη, μέχρι οι πιο εξειδικευμένες θεραπείες να αναλάβουν τη δράση τους. Εξάλλου, οι ψυχολογικές θεραπείες σε συνδυασμό με τα αντικαταθλιπτικά φάρμακα, όπου είναι απαραίτητα, αποτελούν την πρώτη επιλογή και τη μακροπρόθεσμα αποτελεσματικότερη προσέγγιση για την αντιμετώπιση της διαταραχής κρίσεων πανικού, άλλων διαταραχών του άγχους, της αγοραφοβίας και των άλλων φοβιών.
Υπογραμμίζω ξανά ότι η ορθολογική λήψη ηρεμιστικών επιβάλλει διάρκεια θεραπείας 2-4 εβδομάδων, ακολουθούμενη από 1 έως 2 εβδομάδες βαθμιαίας μείωσης των δόσεων μέχρι την οριστική διακοπή, και την προσωρινή και βραχεία αποκατάσταση της θεραπείας μόνο όταν τα συμπτώματα άγχους επανέρχονται και αυτοπεριορίζονται.
Ωστόσο, στις σπάνιες περιπτώσεις που οι άνθρωποι οι οποίοι υποφέρουν με διαταραχές άγχους δεν ωφελούνται από τις ψυχολογικές και τις άλλες διαθέσιμες θεραπείες και εφόσον έχουν εξαντληθεί όλες οι εναλλακτικές θεραπευτικές δυνατότητες, τότε δικαιολογείται η παρατεταμένη χορήγηση ηρεμιστικών, σε συνδυασμό όμως με την τακτική ψυχιατρική παρακολούθηση.
Τι σημαίνει η μακροχρόνια χρήση των ηρεμιστικών;
Μολονότι η συνετή, βραχυπρόθεσμη χρήση βελτιώνει την ψυχοκινητική απόδοση εξουδετερώνοντας τη διάσπαση της προσοχής που προκαλεί το άγχος, η μακροπρόθεσμη χρήση δημιουργεί γνωστικά ελλείμματα, ακόμη και στις κανονικές, θεραπευτικές δόσεις και ελαττώνει την ψυχοκινητική απόδοση, αυξάνοντας τον κίνδυνο για τροχαία και άλλα ατυχήματα, ειδικά όταν συνδυάζονται με αλκοόλ.
Τα κενά μνήμης, που ενίοτε παρουσιάζονται κατά τη χρήση τους, ακόμη και την αμέσως επόμενη ημέρα εν είδει ενός υποκειμενικού hangover, μπορούν να οδηγήσουν σε ασυνήθιστη συμπεριφορά, όπως για παράδειγμα μικροκλοπές σε καταστήματα.
Στο ίδιο πλαίσιο, τα ηρεμιστικά παράγουν περιστασιακά μια παράδοξη διέγερση. Αυτό το φαινόμενο είναι ιδιαίτερα έντονο στα παιδιά αλλά και στους ανθρώπους που υποφέρουν με άγχος. Τα συμπτώματα μπορεί να περιλαμβάνουν έναν υπερβολικό ενθουσιασμό, διέγερση και ευερεθιστότητα και σπανιότερα επιθετικότητα και ξεσπάσματα θυμού, ενίοτε με βίαιη συμπεριφορά.
Είναι ενδιαφέρον να σημειώσω, ότι τα ηρεμιστικά αναστέλλουν, σε κάποιον βαθμό, τη μάθηση και με αυτόν τον τρόπο μειώνουν την αποτελεσματικότητα των ψυχολογικών θεραπειών, όταν προσφέρονται ταυτόχρονα και σε βάθος χρόνου.
Η μακροχρόνια χρήση των ηρεμιστικών μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα κατάθλιψης ή να επιδεινώσει μια υποκείμενη κατάθλιψη, όπως συμβαίνει στα περιστατικά μικτής αγχώδους και καταθλιπτικής διαταραχής, με επίταση τυχόν συνυπάρχοντος αυτοκτονικού ιδεασμού. Ορισμένοι ασθενείς παραπονούνται για «συναισθηματική αναισθησία», ενώ κάποιοι άλλοι αποκτούν ευφορία. Ειδικά για τον τελευταίο λόγο, ορισμένοι κλιμακώνουν τη χρήση και τις δόσεις που λαμβάνουν στο όριο της κατάχρησης.
Με τη μακροχρόνια χρήση, η ανοχή, η εξάρτηση και οι παρενέργειες της απόσυρσης αποτελούν σημαντικά μειονεκτήματα. Οι ανεπιθύμητες ενέργειες προλαμβάνονται με την τήρηση των δόσεων στο ελάχιστο απαραίτητο και με τη σύντομη διάρκεια της χρήσης, ιδανικά 4 εβδομάδες κατ΄ ανώτατο όριο, καθώς επίσης με την προσεκτική διαλογή των ασθενών (για παράδειγμα την αποφυγή εκείνων των ανθρώπων με εξαρτητική προσωπικότητα). Οι μακροπρόθεσμες συνταγές επιφυλάσσονται για εξαιρετικές περιπτώσεις.
Υπάρχει κίνδυνος εξάρτησης από τα ηρεμιστικά;
Ο κίνδυνος εξάρτησης από τα ηρεμιστικά είναι αδιαμφισβήτητος. Η εξάρτηση από τα ηρεμιστικά αναπτύσσεται όταν λαμβάνονται τακτικά για αρκετές εβδομάδες. Περίπου 35% των ανθρώπων που λαμβάνουν ηρεμιστικά για περισσότερες από 4 εβδομάδες αναπτύσσουν εξάρτηση, που αποδεικνύεται από την εμφάνιση συμπτωμάτων στέρησης όταν η δοσολογία μειώνεται, ή όταν τα φάρμακα αποσύρονται απότομα. Πολλοί άνθρωποι δεν είναι πρόθυμοι να διακόψουν τη χρήση τους, κυρίως εξαιτίας της παλίνδρομης αϋπνίας, του άγχους και άλλων, τυπικών, συμπτωμάτων της στέρησης.
Παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο της εξάρτησης περιλαμβάνουν τις υψηλές δόσεις, σε τακτά διαστήματα ή τη συνεχή χρήση, καθώς επίσης και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εξαρτητικής προσωπικότητας και το ιστορικό προηγούμενης ουσιοεξάρτησης.
Πολλοί ασθενείς που λαμβάνουν ηρεμιστικά για χρόνια μπορούν να τα διακόψουν με επιτυχία, ακολουθώντας συγκεκριμένες οδηγίες από τον ψυχίατρό τους. Η σταδιακή απόσυρση των ηρεμιστικών είναι σχεδόν πάντοτε εφικτή, αλλά δεν πρέπει να εξαναγκάζεται. Ο ρυθμός της βαθμιαίας μείωσης της δόσης προσαρμόζεται στις ατομικές ανάγκες και στον βαθμό που είναι καλά ανεκτός από τον ίδιο τον ασθενή.
Όταν η απόσυρσή τους γίνεται με πολύ αργό ρυθμό, τότε δεν αναμένονται σημαντικές παρενέργειες. Είναι ενδιαφέρον ότι πολλοί χρόνιοι χρήστες ανακαλύπτουν ότι στην πραγματικότητα κοιμούνται καλύτερα χωρίς τα φάρμακα και έχουν λιγότερα συμπτώματα άγχους.
Κατά την απρόσεκτη απόσυρση των ηρεμιστικών, εμφανίζεται συχνά ένα φαινόμενο που ονομάζεται παλίνδρομη αϋπνία και τότε, ο ύπνος μπορεί να είναι χειρότερος από πριν. Η παλίνδρομη αϋπνία είναι πιο έντονη όταν τα ηρεμιστικά λαμβάνονταν τακτικά για μεγάλο χρονικό διάστημα, αν και μπορεί να παρουσιαστεί ακόμη και μετά από μία εβδομάδα λήψης τους σε χαμηλή δόση.
Σε ποιες περιπτώσεις δεν συνιστώνται ηρεμιστικά;
Η χρήση των ηρεμιστικών δεν συνίσταται στους ηλικιωμένους, καθώς είναι περισσότερο επιρρεπείς στην καταστολή του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος και ενδέχεται να εμφανίσουν επεισόδια σύγχυσης και κινητικής αταξίας, με κίνδυνο πτώσεων και καταγμάτων. Επίσης, οι ηλικιωμένοι είναι περισσότερο ευαίσθητοι στην αναπνευστική καταστολή και στην υπνική άπνοια.
Η τακτική χρήση ηρεμιστικών αντενδείκνυται, ακόμη, κατά τη διάρκεια της κύησης, όπως και όλα τα φάρμακα που διέρχονται του πλακούντα. Παρόλα αυτά είναι ασφαλή στη διάρκεια του θηλασμού.
Τα ηρεμιστικά αντενδείκνυνται, γενικά, στα παιδιά.
Παρά τα μειονεκτήματα της μακροχρόνιας χρήσης, τα ηρεμιστικά παραμένουν πολύτιμοι βοηθοί στη διαχείριση του άγχους ή των διαταραχών του ύπνου, ειδικά όταν απαιτείται άμεση δράση.