Αυχενικό σύνδρομο: ποιες εξετάσεις είναι απαραίτητες για τη σωστή διάγνωση και αντιμετώπισή του
Ποιός δεν έχει αναρωτηθεί έστω για μια στιγμή αν πάσχει από αυχενικό σύνδρομο; Το αυχενικό σύνδρομο αποτελεί τον «συνήθη ύποπτο» για ένα σύνολο από διαφορετικά συμπτώματα.
Δες ακόμα: Τενοντίτιδα αγκώνα ή επικονδυλίτιδα αγκώνα: τι είναι και πώς θα την εντοπίσω;
Ενώ μπορεί να ευθύνεται για κάποια από αυτά (όπως είναι ο πόνος στον αυχένα και η αδυναμία στα χέρια), για άλλα (όπως ο ίλιγγος και ο πονοκέφαλος) στις περισσότερες των περιπτώσεων κατηγορείται αδίκως. Σε άλλες περιπτώσεις το αυχενικό σύνδρομο είναι υπεύθυνο για προβλήματα με τα οποία δύσκολα συσχετίζεται από μη ειδικούς, όπως είναι η δυσκολία στη βάδιση και οι διαταραχές της ούρησης.
Διάγνωση του αυχενικού συνδρόμου
Ακόμη δυσκολότερο από το να υποψιασθεί κανείς το αυχενικό σύνδρομο είναι να το διερευνήσει σωστά και να αποφασίσει ποια είναι η καλύτερη αντιμετώπιση: συντηρητική θεραπεία ή χειρουργική επέμβαση. Πολλοί γιατροί στις μέρες μας βασίζονται στη μαγνητική τομογραφία της αυχενικής μοίρας της σπονδυλικής στήλης προκειμένου να πάρουν αυτή την απόφαση.
Ωστόσο, η μαγνητική τομογραφία συχνά «υπερδιαγιγνώσκει» το πρόβλημα, απεικονίζοντας την ύπαρξη μικρών αλλοιώσεων (κηλών μεσοσπονδυλίων ή οστεοφύτων) που δεν έχουν σχέση με τα συμπτώματα των ασθενών, οδηγώντας έτσι σε λανθασμένη αντιμετώπιση. Μελέτες έχουν δείξει ότι μέχρι και τα 2/3 των υγιών συνανθρώπων μας σε τυχαίους ελέγχους εμφανίζουν αλλοιώσεις στη μαγνητική τομογραφία του αυχένος.
Από την άλλη πλευρά, η μαγνητική τομογραφία είναι μία στατική φωτογραφία του αυχένος, ο οποίος βρίσκεται σε συγκεκριμένη πάντα θέση κατά την εξέταση. Έτσι, δεν μπορεί να δικαιολογήσει συμπτώματα που εμφανίζονται μόνον όταν ο αυχένας βρίσκεται σε συγκεκριμένες στάσεις, όπως κατά τον ύπνο ή το διάβασμα.
Ο ρόλος του νευροφυσιολογικού ελέγχου
Για τους λόγους αυτούς η αξιολόγηση του αυχενικού συνδρόμου πρέπει να περιλαμβάνει ένα σύνολο νευροφυσιολογικών εξετάσεων, που συνολικά είναι γνωστές ως «Ηλεκτρομυογράφημα». Το ηλεκτρομυογράφημα παρέχει σημαντικές πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας των νεύρων που ελέγχουν την αισθητικότητα και την κινητικότητα των χεριών, καθώς και για βλάβες που μπορεί να έχουν υποστεί είτε στον αυχένα είτε σε άλλα σημεία.
Πολλές φορές υποθέτουμε ότι το μούδιασμα, για παράδειγμα, κάποιων δακτύλων οφείλεται σε αυχενικό σύνδρομο, αλλά το ηλεκτρομυογράφημα δείχνει ότι η βλάβη οφείλεται σε σύνδρομο καρπιαίου σωλήνος, μια παθολογική κατάσταση που αντιμετωπίζεται πολύ ευκολότερα από το αυχενικό σύνδρομο. Άλλες φορές συνυπάρχουν δύο βλάβες: μία στον αυχένα και μία δεύτερη στον καρπό ή σε άλλα σημεία των χεριών.
Διακρανιακός μαγνητικός ερεθισμός: η πλέον σύγχρονη μέθοδος
Ιδιαίτερη σημασία για τον έλεγχο του αυχενικού συνδρόμου έχει ο διακρανιακός μαγνητικός ερεθισμός (μυϊκά προκλητά δυναμικά ή μαγνητικά προκλητά δυναμικά), μία εξειδικευμένη ηλεκτροφυσιολογική εξέταση που είναι διαθέσιμη εδώ και λίγα χρόνια, και συμπληρώνει ένα σημαντικό κενό του ηλεκτρομυογραφήματος: ελέγχει τη λειτουργική κατάσταση του νωτιαίου μυελού, δίνοντας έτσι στον ιατρό τη δυνατότητα να διαπιστώσει αν αυτός μεταφέρει σωστά τα νευρικά ερεθίσματα στα χέρια και τα πόδια, ή αν δυσλειτουργεί στα πλαίσια του αυχενικού συνδρόμου.
Στην τελευταία αυτή περίπτωση, που είναι γνωστή και ως «αυχενική μυελοπάθεια», οι βλάβες του αυχένος είναι σοβαρές και είναι απαραίτητη η χειρουργική αντιμετώπιση. Η βαρύτητα της αυχενικής μυελοπάθειας είναι δύσκολο να εκτιμηθεί σωστά με άλλα μέσα, ακόμα και με την μαγνητική τομογραφία.
Ο διακρανιακός μαγνητικός ερεθισμός και το ηλεκτρομυογράφημα αποτελούν πολύτιμα εργαλεία για την ορθή και πλήρη αξιολόγηση της βαρύτητας του αυχενικού συνδρόμου, και έτσι επιτρέπουν την επιλογή της σωστής θεραπευτικής προσέγγισης με τη βοήθειά τους μπορεί κανείς να αποφύγει χειρουργεία στον αυχένα που δεν είναι απαραίτητα, αλλά και να μην καθυστερήσει στις περιπτώσεις που αυτά πρέπει να γίνουν.