Φλεγμονές των ματιών: ποιες είναι και πώς αντιμετωπίζονται

flegmones-twn-matiwn

Υπάρχουν πολλά είδη φλεγμονών που μπορεί να προσβάλλουν τα μάτια μας, αλλά με τη σωστή ιατρική επίβληψη μπορούν να αντιμετωπιστούν.

Δες ακόμα: Κάθε πότε πρέπει να εξετάζουμε τα μάτια μας;

Παρακάτω εξετάζουμε τα περισσότερα είδη φλεγμονών των ματιών και πώς αντιμετωπίζονται.

Βλεφαρίτιδες

Η φλεγμονή των βλεφάρων λέγεται βλεφαρίτιδα και είναι η αιτία ιδιαίτερα ενοχλητικών συμπτωμάτων ερεθισμού, δακρύρροιας και ερυθρότητας.

Υπάρχουν δύο βασικές μορφές: η σταφυλοκοκκική και η σμηγματορροϊκή βλεφαρίτιδα, που αρκετά συχνά αλληλεπικαλύπτονται, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολος ο διαχωρισμός τους.

Η σταφυλοκοκκική βλεφαρίτιδα οφείλεται σε λοίμωξη από χρυσίζοντα ή επιδερμιδικό σταφυλόκοκκο.

Το βλεφαρικό χείλος φλεγμαίνει και συχνά οι βλεφαρίδες είναι κολλημένες μεταξύ τους με κρούστα.

Η σμηγματορροϊκή βλεφαρίτιδα είναι λιγότερο έντονη και οφείλεται στην υπερπαραγωγή σμήγματος από τους αδένες του βλεφαρικού χείλους.

Οι βλεφαρίτιδες μπορούν να προκαλέσουν:

  • δευτεροπαθώς επιπεφυκίτιδα,
  • ξηροφθαλμία,
  • στικτή απόπτωση του επιθηλίου του κερατοειδούς,
  • έλκη ή ουλοποίηση του κερατοειδούς (ιδιαίτερα του κατώτερου),
  • κριθή,
  • χαλάζιο κλπ.

Η κριθή (κριθαράκι)

Είναι μια οξεία βακτηριακή λοίμωξη των αδένων του βλεφαρικού χείλους, που παίρνει τη μορφή ερυθράς επώδυνης διόγκωσης του βλεφάρου.

Αρχικώς, είναι σκληρή και διάχυτη, στη συνέχεια, διαπυείται και σχηματίζει κίτρινη κορυφή, που συχνά κενώνεται αυτόματα και αυτοπεριορίζεται.

Τα χαλάζια

Μπορεί να αφορούν το πάνω ή και το κάτω βλέφαρο, ενώ οφείλονται σε απόφραξη των πόρων των αδένων του βλεφαρικού χείλους.

Έτσι, το παραγόμενο υλικό δεν αποχετεύεται, με απόρροια τη συσσώρευσή του και το σχηματισμό οζιδίου.

Αν δεν αποδώσει η συντηρητική θεραπεία, τα χαλάζια μπορεί να χρειαστούν τη χειρουργική παρέμβαση του οφθαλμιάτρου, που γίνεται με τοπική αναισθησία.

Πώς αντιμετωπίζονται οι οφθαλμικές φλεγμονές;

Ο ακρογωνιαίος λίθος της αντιμετώπισης των φλεγμονών των βλεφάρων είναι η σωστή υγιεινή των βλεφάρων.

Πρέπει να γίνεται προσπάθεια από τον ίδιο τον ασθενή για απομάκρυνση του παθολογικού υλικού και της κρούστας από τις βλεφαρίδες και τα βλέφαρα, ιδιαίτερα των βυσμάτων σμήγματος που φράσσουν τα στόμια των πόρων των αδένων στο βλεφαρικό χείλος.

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με χλιαρό νερό και σαμπουάν που δεν τσούζει τα μάτια, ενώ υπάρχουν διαθέσιμα στο εμπόριο και ειδικά υγρά χαρτομάντιλα.

Η χρήση σταγόνων τεχνητών δακρύων συμβάλλει στην ανακούφιση από τα συμπτώματα, ενώ ενδείκνυται και η τοπική εφαρμογή αντιβιοτικών σε μορφή οφθαλμικής αλοιφής για την καταπολέμηση των μικροβίων.

Ο επιπεφυκότας είναι η μεμβράνη που επενδύει το πρόσθιο τμήμα του βολβού του ματιού, συνεχίζοντας μέχρι και την έσω επιφάνεια των βλεφάρων.

Οι φλεγμονές του επιπεφυκότα λέγονται επιπεφυκίτιδες και μπορεί να είναι λοιμώδους ή μη λοιμώδους αιτιολογίας.

Λοιμώδεις επιπεφυκίτιδες

Μπορεί να προκληθούν από μικρόβια, ιούς ή χλαμύδια.

Οι μικροβιακές επιπεφυκίτιδες χαρακτηρίζονται από οξεία έναρξη με ερυθρότητα του οφθαλμού και κολλώδεις εκκρίσεις (τσίμπλες).

Μπορεί ακόμη να συνυπάρχουν ελαφρός ή μέτριος κνησμός και αίσθημα καύσου ή ξένου σώματος.

Η όραση δεν επηρεάζεται σε μεγάλο βαθμό. Σημαντική μείωση της όρασης μπορεί να υποκρύπτει άλλη σοβαρότερη αιτία ή συμμετοχή του κερατοειδούς.

Οι περισσότερες περιπτώσεις μικροβιακής επιπεφυκίτιδας είναι αυτοπεριοριζόμενες, αλλά συνήθως συνταγογραφείται ένα κολλύριο με αντιβιοτικό ευρέος φάσματος, όπως η τομπραμυκίνη, το φουσιδικό οξύ ή η χλωραμφενικόλη.

Η προσβολή του επιπεφυκότα από γονόκοκκο (το μικρόβιο που προκαλεί το αφροδίσιο νόσημα γονόρροια) είναι μια οξεία και πολύ σοβαρή κατάσταση, επειδή ο γονόκοκκος μπορεί να διαπεράσει ακόμη και το ανέπαφο (χωρίς τραυματισμό) επιθήλιο του κερατοειδούς προκαλώντας σημαντικές βλάβες, αν δεν αντιμετωπιστεί με ειδική αντιβιοτική αγωγή.

Οι ιογενείς επιπεφυκίτιδες έχουν κάποια χαρακτηριστικά που τις διαφοροποιούν από τις μικροβιακές.

Και εδώ υπάρχει η ερυθρότητα του ματιού, οι εκκρίσεις όμως είναι περισσότερο υδαρείς (λεπτόρρευστες) παρά πυώδεις.

Συχνό εύρημα αποτελεί η διόγκωση των προωτιαίων λεμφαδένων, όπως επίσης και το οίδημα των βλεφάρων, που μερικές φορές είναι τόσο έντονο, ώστε να προκαλεί τη σύγκλισή τους.

Εκδηλώνονται συχνά στην πορεία παιδικών ιογενών λοιμώξεων και χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής λόγω της υψηλής μεταδοτικότητάς τους.

Ιδιαίτερη μέριμνα πρέπει να ληφθεί για το συχνό πλύσιμο των χεριών, τη μη χρήση κοινών πετσετών, μαξιλαριών κλπ.

Όπως και οι περισσότερες ιώσεις, οι ιογενείς επιπεφυκίτιδες κάνουν τον κύκλο τους και δεν απαιτούν ειδική θεραπευτική αγωγή.

Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις επιπεφυκίτιδας από ερπητοϊούς (που συνήθως συνοδεύονται από φυσαλιδώδες εξάνθημα στα βλέφαρα), όπου γίνεται χρήση ειδικών αντιικών παραγόντων.

Από τις χλαμυδιακές επιπεφυκίτιδες πιο γνωστό είναι το τράχωμα, που αποτελεί και το τρίτο συχνότερο αίτιο τύφλωσης παγκοσμίως μετά τον καταρράκτη και το γλαύκωμα.

Πρόκειται για χρόνια επιπεφυκίτιδα, που αφορά συνήθως χώρες με ανεπαρκείς συνθήκες υγιεινής.

Η θεραπεία γίνεται με τα κατάλληλα αντιβιοτικά.

flegmones-twn-matiwn

Μη λοιμώδεις επιπεφυκίτιδες

Περιλαμβάνουν την οξεία και τη χρόνια αλλεργική επιπεφυκίτιδα και κάποιες ουλοποιητικές και φυσαλιδώδεις βλάβες του επιπεφυκότα.

Αλλεργία καλείται η υπέρμετρη αντίδραση του οργανισμού σε κάποια φαινομενικά «αβλαβή» ουσία του περιβάλλοντος.

Τα πιο συνήθη αλλεργιογόνα είναι η γύρη, η μούχλα, τα σάλια ζώων, διάφορα χημικά, καθώς και ορισμένα φαγητά και φάρμακα.

Η οξεία αλλεργική επιπεφυκίτιδα χαρακτηρίζεται από αιφνίδια έναρξη, με κνησμό, οίδημα των βλεφάρων και χύμωση (οίδημα) του επιπεφυκότα.

Για να προκληθεί η αλλεργική αντίδραση, πρέπει να προηγηθεί επαφή με το αντίστοιχο αλλεργιογόνο.

Έτσι, ο ασθενής πρέπει να γνωρίζει τις ουσίες που τον επηρεάζουν, ώστε να τις αποφεύγει, ενώ συνιστάται και η χρήση κολλυρίων τεχνητών δακρύων ή πλύσεις με νερό, ώστε να απομακρυνθεί το αλλεργιογόνο, αν έχει ήδη εκτεθεί σε αυτό.

Τόσο για την πρόληψη όσο και για την ανακούφιση της οξείας αλλεργικής επιπεφυκίτιδας υπάρχουν αρκετά κολλύρια (αγγειοσυσπαστικά, αντισταμινικά κλπ.)

Η χρόνια αλλεργική επιπεφυκίτιδα έχει διάφορες μορφές, όπως η εαρινή και η ατοπική κερατοεπιπεφυκίτιδα.

Η εαρινή αλλεργική κερατοεπιπεφυκίτιδα προσβάλλει συχνότερα τα παιδιά και συνήθως τα αγόρια.

Είναι πιο έντονη σε ξηρά και ζεστά κλίματα, ιδίως τους θερινούς μήνες.

Τα συμπτώματα αφορούν και τους δύο οφθαλμούς και περιλαμβάνουν:

  • έντονο κνησμό
  • ερυθρότητα
  • κάψιμο
  • αίσθημα ξένου σώματος
  • δακρύρροια
  • παχιές νηματοειδείς εκκρίσεις
  • φωτοφοβία

Οι ασθενείς με εαρινή αλλεργική επιπεφυκίτιδα έχουν κατά κανόνα θετικό ατομικό και οικογενειακό ιστορικό για εποχιακές αλλεργίες, ατοπικές δερματίτιδες και άσθμα.

Μετά από μερικά χρόνια ενεργής νόσου, η πλειονότητα των ασθενών παρουσιάζει αυτόματη ίαση.

Η ατοπική μορφή προσβάλλει συνήθως μεγαλύτερα σε ηλικία άτομα με θετικό ατομικό και οικογενειακό ιστορικό δερματικής ατοπίας ή άσθματος.

Πρόκειται για δυνητικά σοβαρή νόσο, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε τύφλωση.

Ένας μεγάλος αριθμός οφθαλμικών καταστάσεων συνυπάρχουν με την ατοπική αλλεργική επιπεφυκίτιδα.

Αυτές είναι η κερατίτιδα από απλό έρπητα, ο πρόσθιος και ο οπίσθιος υποκαψικός καταρράκτης και ο κερατόκωνος.

Η θεραπεία της χρόνιας αλλεργικής επιπεφυκίτιδας είναι παρόμοια με αυτή της εποχιακής αλλεργικής, αν και τα τοπικά στεροειδή χρησιμοποιούνται περισσότερο.

Ο κερατοειδής είναι ο διαφανής ιστός που αποτελεί το πρόσθιο θολωτό τμήμα του ματιού, μπροστά από την ίριδα.

Φλεγμονές του κερατοειδούς μπορεί να προκληθούν από διάφορα αίτια, λοιμώδη ή μη.

Το βασικό πρόβλημα με τις φλεγμονές του κερατοειδούς είναι ότι η αγγείωση και η ουλοποίηση, που συμβαίνουν κατά τη φάση αποκατάστασης των ιστών, οδηγούν σε απώλεια της διαφάνειάς του ή και στη δημιουργία αστιγματισμού, με αποτέλεσμα τη σοβαρή μείωση της όρασης του ασθενούς.

Ερπητική κερατίτιδα

Η τυπική εικόνα της ερπητικής κερατίτιδας χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ενός δενδριτικού έλκους, μιας πληγής δηλαδή της επιφάνειας του κερατοειδούς με διακλαδώσεις που θυμίζουν κλαδιά δέντρου.

Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να παίρνει τη μορφή στικτής κερατίτιδας με διάσπαρτες μικρές υπόλευκες εστίες.

Χαρακτηριστική είναι, επίσης, και η μείωση της αισθητικότητας του κερατοειδούς.

Δεν είναι λίγες οι φορές που η πρώτη επαφή με τον ιό συμβαίνει κατά την παιδική ηλικία και είναι ασυμπτωματική.

Ο ιός του έρπητα μπορεί να εγκατασταθεί μόνιμα σε κάποιο κοντινό σημείο του νευρικού συστήματος και σε περιόδους κατά τις οποίες εξασθενεί η άμυνα του οργανισμού να μεταναστεύσει προς τον οφθαλμό και να προκαλέσει φλεγμονή.

Η ερπητική κερατίτιδα συχνά υποτροπιάζει. Οι επανειλημμένες προσβολές δημιουργούν θολερότητες στον κερατοειδή, ο οποίος παίρνει τη μορφή γεωγραφικού χάρτη.

Η χρήση τοπικών στεροειδών σε ενεργό ερπητικό έλκος πρέπει να αποφεύγεται, γιατί οδηγεί σε επιδείνωση της νόσου και βραδύτερη επούλωση.

Η αντιμετώπιση της ερπητικής κερατίτιδας γίνεται με αντιικούς παράγοντες, όπως η ακυκλοβίρη (Zovirax), που ανάλογα με την περίπτωση χορηγούνται τοπικά ως οφθαλμική αλοιφή ή και συστηματικά με τη μορφή χαπιών.

Κερατίτιδα από αδενοϊούς

Αν και η επιπεφυκίτιδα από αδενοϊούς είναι πολύ συχνή, σπάνια έχουμε επέκταση της λοίμωξης στον κερατοειδή.

Κλινικά εμφανίζεται με πολλαπλές λευκωπές θολερότητες, που προκαλούν μείωση της όρασης.

Η θεραπεία περιλαμβάνει τοπικά στεροειδή, τα οποία όμως πρέπει να χρησιμοποιούνται μόνον όταν η πιθανότητα για ερπητική κερατίτιδα έχει αποκλειστεί.

Κερατίτιδα από βακτήρια

Το επιθήλιο, η εξώτερη δηλαδή στιβάδα του κερατοειδούς, αποτελεί έναν αποτελεσματικό φραγμό που εμποδίζει την είσοδο των περισσοτέρων παθογόνων μικροοργανισμών στο μάτι.

Απαραίτητη, όμως, προϋπόθεση για αυτό είναι η ακεραιότητά του.

Μετά από τραυματισμό, παρατεταμένη ξηροφθαλμία ή άλλες αιτίες που διαταράσσουν τη συνέχεια του επιθηλίου, είναι δυνατόν οι μικροοργανισμοί να εισβάλλουν στις βαθύτερες στιβάδες του κερατοειδούς και να προκαλέσουν σοβαρότατη φλεγμονή.

Συχνότερα μικροβιακά αίτια είναι ο επιδερμιδικός σταφυλόκοκκος και ο πνευμονιόκοκκος, ενώ ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η λοίμωξη από ψευδομονάδα, που συχνά συνδέεται με παρατεταμένη χρήση φακών επαφής.

Οι χρήστες φακών επαφής πρέπει να επιδεικνύουν ιδιαίτερη προσοχή.

Φαινόμενα όπως ενοχλήσεις, πόνος, ερυθρότητα, θόλωση της όρασης, εκκρίσεις κλπ. επιβάλλουν την προσέλευση στον οφθαλμίατρο για περαιτέρω έλεγχο.

Οι μικροβιακές λοιμώξεις και τα έλκη του κερατοειδούς αποτελούν επείγουσες καταστάσεις, για τις οποίες απαιτείται εισαγωγή στο νοσοκομείο και εντατική θεραπεία.

flegmones-twn-matiwn

Κερατίτιδα από ακανθαμοιβάδα

Η ακανθαμοιβάδα είναι παθογόνος μικροοργανισμός που ενδημεί στο έδαφος, στο νερό, σε δίκτυα αποχέτευσης, ψύκτες και συστήματα κλιματισμού και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή λοίμωξη στον κερατοειδή.

Ιδιαίτερα κινδυνεύουν οι χρήστες φακών επαφής που δεν τηρούν τους κανόνες υγιεινής στη φύλαξη, χρήση και απολύμανση των φακών τους.

Η χρήση νερού βρύσης ή μολυσμένων διαλυμάτων για τον καθαρισμό των φακών, το μπάνιο ή η κολύμβηση με φακούς επαφής κλπ. προδιαθέτουν για την ανάπτυξη μιας τέτοιας λοίμωξης, που αν και σπάνια είναι εξαιρετικά σοβαρή.

Χαρακτηριστικό της νόσου είναι η μη ανταπόκριση στα συνηθισμένα αντιβιοτικά.

Ως εκ τούτου επιβάλλεται η άμεση επίσκεψη στον οφθαλμίατρο και η χορήγηση της κατάλληλης θεραπευτικής αγωγής.

Κερατίτιδα από μύκητες

Η προσβολή του κερατοειδούς από μύκητες συμβαίνει συνήθως μετά από τραυματισμό με υλικό φυτικής προέλευσης, όπως κλαδί δέντρου, αγκάθι κλπ.

Άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες είναι η χρήση φακών επαφής (οι μύκητες μάλιστα έχουν την ικανότητα να πολλαπλασιάζονται μέσα στο υλικό από το οποίο κατασκευάζονται οι μαλακοί φακοί), η ανοσοκαταστολή από φάρμακα ή νόσο, χειρουργικές επεμβάσεις και η κατάχρηση αναισθητικών κολλυρίων.

Η έναρξη των συμπτωμάτων είναι βραδεία, με αίσθημα ξένου σώματος, πόνο που αυξάνει βαθμιαία και ερυθρότητα, ενώ κλινικά παρατηρούνται έλκος με δορυφόρες εστίες και συχνά υπόπυο.

Η θεραπευτική αντιμετώπιση ξεκινά μετά από εργαστηριακή επιβεβαίωση του υπεύθυνου μικροοργανισμού και περιλαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, σε ορισμένες δε περιπτώσεις και χειρουργική θεραπεία.

Μη λοιμώδεις κερατίτιδες

Φλεγμονές του κερατοειδούς μπορούν να αναπτυχθούν και από μη λοιμώδη αίτια, όπως διάφορες συγγενείς ή επίκτητες δυστροφίες και εκφυλίσεις του κερατοειδούς, νευροτροφικά αίτια, μεταβολικά νοσήματα, τοξικοί παράγοντες, φάρμακα κλπ.

Όλες αυτές οι καταστάσεις πρέπει να αναγνωριστούν και να αντιμετωπιστούν έγκαιρα, γιατί σε αρκετές περιπτώσεις η φλεγμονώδης αντίδραση μπορεί να προκαλέσει μη αναστρέψιμη βλάβη στον κερατοειδή και η μόνη λύση για την αποκατάσταση της όρασης να είναι η μεταμόσχευση (κερατοπλαστική).

Ραγοειδίτιδες

Αν θεωρήσουμε (υπεραπλουστευτικά) το μάτι σαν ένα μπαλάκι, το τοίχωμά του αποτελείται από τρεις χιτώνες.

Εσωτερικά βρίσκεται ο αμφιβληστροειδής, ενδιάμεσα ο ραγοειδής και εξωτερικά ό σκληρός χιτώνας του ματιού.

Ο ραγοειδής χιτώνας αποτελείται από την ίριδα και το ακτινωτό σώμα προς τα εμπρός και τον χοριοειδή προς τα πίσω.

Πρόσθια ραγοειδίτιδα (ιριδοκυκλίτιδα)

Οι ιριδοκυκλίτιδες είναι συχνά ιδιοπαθείς, δηλ. δεν ανευρίσκεται το ακριβές αίτιό τους.

Μπορεί όμως και να συνοδεύουν άλλες οφθαλμικές ή συστηματικές αιτίες.

Πρόσθια ραγοειδίτιδα μπορεί να ακολουθήσει έναν τραυματισμό ή μια χειρουργική επέμβαση, ενώ αρκετά συχνό αίτιο είναι και οι ερπητικές λοιμώξεις του οφθαλμού, συμπεριλαμβανομένου και του έρπητα ζωστήρα.

Μια εργαστηριακή εξέταση που αναζητά το λευκοκυτταρικό αντιγόνο B27 (HLA-B27) είναι αρκετά συχνά θετική.

Συστηματικά νοσήματα, όπως οι οροαρνητικές αρθρίτιδες (αγκυλωτική σπονδυλίτιδα, ψωριασική αρθρίτιδα κ.α.) αλλά και η φυματίωση, η σύφιλη και η σαρκοείδωση, μπορούν να είναι αίτια ιριδοκυκλίτιδας.

Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν φωτοφοβία, πόνο που επιδεινώνεται με το διάβασμα, δακρύρροια και ερυθρότητα, που μπορεί να είναι εντονότερη γύρω από τον κερατοειδή.

Ο σπασμός του σφιγκτήρα της κόρης προκαλεί τη συστολή της (μύση), ενώ σε σοβαρές περιπτώσεις τα φλεγμονώδη στοιχεία αθροίζονται στο κάτω μέρος του προσθίου θαλάμου σχηματίζοντας υπόπυο.

Η ιριδοκυκλίτιδες μπορεί να είναι οξείες ή χρόνιες, μονόπλευρες ή αμφοτερόπλευρες, ενώ αρκετά συχνά υποτροπιάζουν.

Οι περισσότερες περιπτώσεις απαντούν καλά στη θεραπεία με τοπικά στεροειδή και μυδριατικά κολλύρια.

Αν η νόσος μεταπέσει σε πιο βαριά μορφή, μπορούν να εμφανιστούν επιπλοκές, όπως γλαύκωμα, καταρράκτης και οίδημα της ωχράς.

Οπίσθια ραγοειδίτιδα

Πρόκειται για φλεγμονή του χοριοειδούς, του οπίσθιου δηλαδή τμήματος του ραγοειδούς χιτώνα.

Όπως και η πρόσθια ραγοειδίτιδα μπορεί να είναι μεμονωμένη διαταραχή ή να αποτελεί μέρος μιας πολυσυστηματικής νόσου.

Τα συμπτώματα περιλαμβάνουν μυοψίες και θόλωση της όρασης (λόγω της ύπαρξης φλεγμονωδών στοιχείων στο υαλώδες, δηλαδή το ζελέ στο εσωτερικό του ματιού). Συνήθως δεν υπάρχει πόνος ούτε ερυθρότητα εξωτερικά στο μάτι.

Προκειμένου να προσδιοριστεί το ακριβές αίτιο, πρέπει να γίνει μια σειρά εξετάσεων, όπως φλουοραγγειογραφία, εργαστηριακές εξετάσεις αίματος και ακτινογραφία θώρακος.

Η θεραπεία εξαρτάται από το αίτιο, αλλά συνήθως περιλαμβάνει και τη χρήση στεροειδών τοπικά ή συστηματικά.

Διάμεση ραγοειδίτιδα

Χαρακτηριστικά προσβάλλει εφήβους και νεαρούς ενήλικες, που εμφανίζουν μυοψίες και θόλωση της όρασης στον έναν ή και στους δύο οφθαλμούς.

Είναι αγνώστου αιτιολογίας και αντιμετωπίζεται και αυτή με στεροειδή.

Σύνδρομα μεταμφίεσης

Πρόκειται για οφθαλμικές παθήσεις, ως επί το πλείστον σοβαρές, που χωρίς να είναι πρωταρχικώς φλεγμονώδεις, παρουσιάζονται κλινικά σαν πρόσθιες ή οπίσθιες ραγοειδίτιδες.

Αυτά περιλαμβάνουν το ρετινοβλάστωμα, τη λευχαιμία, το λέμφωμα, το κακόηθες μελάνωμα, την περιφερική αποκόλληση του αμφιβληστροειδούς κ.ά.

Το βασικό πρόβλημα με αυτές τις παθήσεις είναι ότι θεωρούμενες αρχικά ραγοειδίτιδες οδηγούν σε λανθασμένη αντιμετώπιση και καθυστέρηση της σωστής θεραπείας, με αποτέλεσμα να προκαλείται αυξημένη οφθαλμική νοσηρότητα και να απειλείται ακόμη και η ζωή του ασθενούς.

Σε βοήθησε αυτό το άρθρο;

Αυτή η σελίδα δεν παρέχει ιατρικές συμβουλές. Δες περισσότερα.